-
1 εὔπτορθος
εὔ-πτορθος, schönzweigig, κέρατα, Geweih -
2 εὔ-κλαδος
См. также в других словарях:
εύπτορθος — εὔπτορθος, ον (Α) (για κέρατα) αυτός που έχει ωραία κλαδιά, ωραίες διακλαδώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πτόρθος «κλαδί»] … Dictionary of Greek
εὔπτορθον — εὔπτορθος finely branching masc/fem acc sg εὔπτορθος finely branching neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπτόρθων — εὔπτορθος finely branching masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)