-
1 εύπραξις
-
2 εὔπραξις
-
3 εὔπραξις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔπραξις
-
4 ευπράξιος
-
5 εὐπράξιος
См. также в других словарях:
εύπραξις — εὔπραξις, ἡ (Α) ευπραξία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πράξις] … Dictionary of Greek
εὔπραξις — εὔπρᾱξις , εὔπραξις fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπράξιος — εὐπρά̱ξιος , εὔπραξις fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)