-
1 εὔπλοια
εὔ-πλοια, ἡ, gute, glückliche Schifffahrt -
2 πλόος
πλόος, ὁ, zsgzgn πλοῦς, die Schifffahrt; δολιχὸν πλόον ὁρμαίνοντας, Od. 3, 169; Hes. O. 632. 667; ναῶν πλόον εὐϑύν, Pind. Ol. 7, 32, u. öfter, wie Tragg.; πλοῦν ἐστείλαμεν, wir machten die Seefahrt, Soph. Ai. 1024; τὸν πλοῦν ποιεῖσϑαι, Phil. 548; auch καιρὸς καὶ πλοῦς ὅδ' ἐπείγει γὰρ κατὰ πρύμνην, günstige Schifffahrt, 1437; Eur. oft; u. in Prosa: Her. 2, 29. 156; μηδένα ἐκβῆναι ἐκ τῆς νεὼς πρὶν πλοῠς γένηται, Thuc. 1, 137; auch günstige Zeit, günstiger Wind zum Fahren, πλῷ χρησάμενοι, 3, 3, = εὔπλοια, wie καλλίστοις πλοῖς χρῆσϑαι Antiph. 5, 83. – Sprichwörtl. δεύτερος πλοῦς, wenn es so nicht geht, doch auf die andere Weise, Plat. Polit. 300 b Phaed. 99 d; ἐπεὶ τοῠ μέσου τυχεῖν ἄκρως χαλεπόν, κατὰ τὸν δεύτερόν φασι πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπ τέον τῶν κακῶν, Arist. eth. 2, 9; Folgde. – Spätere Dichter brauchen das Wort auch von Landreisen, Nic. Ther. 195 u. Antimach. beim Schol. dazu, vgl. Lob. Phryn. 615. – Phot. führt auch den unregelmäßigen plur. πλόες an. auch der gen. sing. lautete bei Sp. πλοός, vgl. Lob. Phryn. 453.
См. также в других словарях:
εὐπλοίᾳ — εὐπλοίᾱͅ , εὔπλοια a fair voyage fem dat sg (attic doric aeolic) εὐπλοΐαι , εὔπλοια a fair voyage fem nom/voc pl εὐπλοΐᾱͅ , εὔπλοια a fair voyage fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔπλοια — a fair voyage fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύπλοια — η (Α εὔπλοια, ή και ιων. τ. εὐπλοΐη και εὐπλωΐα) 1. καλός πλους, ουριοδρομία, καλό και γρήγορο ταξίδι 2. επών. τής Αφροδίτης ως προστάτιδας αυτών που ταξιδεύουν. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ευπλο (τού εύπλους) + κατάλ. ια (πρβλ. αντί πλοια, ά πλοια)] … Dictionary of Greek
εὐπλοίας — εὐπλοίᾱς , εὔπλοια a fair voyage fem acc pl εὐπλοίᾱς , εὔπλοια a fair voyage fem gen sg (attic doric aeolic) εὐπλοΐᾱς , εὔπλοια a fair voyage fem acc pl εὐπλοΐᾱς , εὔπλοια a fair voyage fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπλοίαι — εὐπλοίᾱͅ , εὔπλοια a fair voyage fem dat sg (attic doric aeolic) εὐπλοΐαι , εὔπλοια a fair voyage fem nom/voc pl εὐπλοΐᾱͅ , εὔπλοια a fair voyage fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπλοίαις — εὔπλοια a fair voyage fem dat pl εὐπλοΐαις , εὔπλοια a fair voyage fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπλοίαν — εὐπλοΐᾱν , εὔπλοια a fair voyage fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπλοίης — εὔπλοια a fair voyage fem gen sg (epic ionic) εὐπλοΐης , εὔπλοια a fair voyage fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔπλοιαν — εὔπλοια a fair voyage fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Венера (миф.) — (лат. Venus) одно из 12 божеств греко римского Олимпа, Афродита у эллинов, богиня любви и красоты, мать Амура (Эроса), царица нимф и граций. По Гомеру Афродита, дочь Зевса и Дионы, обладает поясом, который способен сделать всякую женщину или… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Венера (миф.) — (лат. Venus) одно из 12 божеств греко римского Олимпа, Афродита у эллинов, богиня любви и красоты, мать Амура (Эроса), царица нимф и граций. По Гомеру Афродита, дочь Зевса и Дионы, обладает поясом, который способен сделать всякую женщину или… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона