-
1 εὔπιστος
εὔ-πιστος, leicht zu glauben, glaubwürdig. Von Personen: leicht gehorchend, folgsam; auch = leichtgläubig -
2 εὔ-πειστος
εὔ-πειστος, leicht zu überreden, gehorsam, folgsam, Arist. Eth. 7, 10. Bei Xen. Cyr. 1, 2, 12 u. Hipparch. 9, 3 wird jetzt εὔπιστος geschrieben, u. so ist auch Soph. Ai. 151 zu lesen, wo Herm. u. Lob. εὔπειστος vorziehen, was dann von Sachen gesagt wäre.
См. также в других словарях:
εὔπιστος — trustworthy masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύπιστος — η, ο (Α εὔπιστος, ον) 1. αυτός που πιστεύει εύκολα σε κάτι, ο ευκολόπιστος 2. συνεκδ. αφελής, απλοϊκός, άκριτος αρχ. 1. άξιος εμπιστοσύνης, αξιόπιστος 2. (για λόγους, γεγονότα, φήμες κ.λπ.) ευκολοπίστευτος, εύκολα πιστευόμενος 2. αυτός που… … Dictionary of Greek
εύπιστος — η, ο 1. ευκολόπιστος, αυτός που εύκολα πιστεύει σε κάτι. 2. άκριτος, απλοϊκός, αφελής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐπίστως — εὔπιστος trustworthy adverbial εὔπιστος trustworthy masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔπιστον — εὔπιστος trustworthy masc/fem acc sg εὔπιστος trustworthy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπιστόταται — εὔπιστος trustworthy fem nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπιστότατοι — εὔπιστος trustworthy masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπίστοις — εὔπιστος trustworthy masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπίστους — εὔπιστος trustworthy masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔπιστα — εὔπιστος trustworthy neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔπιστοι — εὔπιστος trustworthy masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)