Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

εὔοχθος

См. также в других словарях:

  • εύοχθος — εὔοχθος, ον (Α) 1. (για γη) γόνιμος, εύφορος, καρποφόρος 2. (για συμπόσια) πολυτελής, πλουσιοπάροχος 3. άφθονος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Η σύνδεση με τα όχθος, όχθη δεν είναι σημασιολογικά ικανοποιητική. Η λ. χρησιμοποιήθηκε για να… …   Dictionary of Greek

  • εὔοχθος — with goodly banks masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐόχθου — εὔοχθος with goodly banks masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐόχθους — εὔοχθος with goodly banks masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευοχθώ — εὐοχθῶ, έω (ΑΜ) [εύοχθος] μσν. (κατά τον Ευστ.) «ἐπὶ καλοῑς κοπιάω» αρχ. έχω αφθονία αγαθών, βρίσκομαι σε καλή κατάσταση, ευημερώ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»