-
1 εὐ-όμφαλον
εὐ-όμφαλον (vgl. ὀμφή), τό, = εὔοσμον, von der Rose bei den Arkadern, Ath. XV, 682 c.
См. также в других словарях:
εὔοσμον — εὔοσμος sweet smelling masc/fem acc sg εὔοσμος sweet smelling neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
GR-54 — Präfektur Thessaloniki Νομός Θεσσαλονίκης Basisdaten Staat: Griechenland … Deutsch Wikipedia
Thessaloniki (Präfektur) — Präfektur Thessaloniki (1915–2010) Νομός Θεσσαλονίκης Basisdaten (April 2010)[1] Staat … Deutsch Wikipedia
εύοσμος — η, ο (Α εὔοσμος, ον και εὔοδμος, ον) αυτός που έχει ευχάριστη οσμή, ο ευώδης, ο αρωματικός, ο μυρωδάτος («εὔοσμον ἔαρ», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + οσμος (< οσμη), πρβλ. ά οσμος, δί οσμος)] … Dictionary of Greek
ανθόξανθο — (anthoxanthum). Γένος ποωδών, μονοετών ή πολυετών, φυτών της οικογένειας των αγρωστωδών, ιθαγενών των εύκρατων περιοχών του βόρειου ημισφαιρίου. Πρόκειται για γρασίδι, χρήσιμο για τη βοσκή των ζώων, με ευχάριστο άρωμα. Από τα πέντε είδη του… … Dictionary of Greek