-
1 εὔογκος
-
2 εὐ-ογκία
-
3 εὐογκία
См. также в других словарях:
εύογκος — εὔογκος, ον (Α) 1. αυτός που έχει καλό, αρκετό όγκο, ο ογκώδης 2. φρ. «εὔογκος φωνή» ηχηρή (σε αντιδιαστολή με την ψιλή) φωνή 3. μτφ. βαρύς, σπουδαίος 4. αυτός που έχει σχετικώς μεγάλο όγκο ή έχει διασταλεί σε όγκο («τοιοῡτον γὰρ ἀποτελεῑ τὸ… … Dictionary of Greek
εὔογκος — of good size masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐογκότερον — εὔογκος of good size adverbial comp εὔογκος of good size masc acc comp sg εὔογκος of good size neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐόγκως — εὔογκος of good size adverbial εὔογκος of good size masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔογκον — εὔογκος of good size masc/fem acc sg εὔογκος of good size neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐογκοτάτη — εὔογκος of good size fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐογκότερα — εὔογκος of good size neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐογκότεραι — εὔογκος of good size fem nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐογκότεροι — εὔογκος of good size masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐογκότερος — εὔογκος of good size masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐόγκων — εὔογκος of good size masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)