-
1 εὔνυμφος
εὔνυμφος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔνυμφος
См. также в других словарях:
εύνυμφος — εὔνυμφος, ον (Α) αυτός που ανήκει σε ωραία νύφη ή που έχει ωραία νύφη («εὔνυμφον λέχος» κρεβάτι ωραίας νύφης ή που έχει ωραία νύφη). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + νύμφη] … Dictionary of Greek
νύφη — και νύμφη, η (ΑΜ νύμφη, Α δωρ. τ. νύμφα Μ και νύφη) 1. γυναίκα που τελεί ή τέλεσε πρόσφατα τους γάμους της, νιόπαντρη 2. η σύζυγος τού γιου σε σχέση με τους γονείς του («διχάσαι νύμφην κατά τής πενθερᾱς αὐτής», ΚΔ) 3. η σύζυγος ενός από τους… … Dictionary of Greek