Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

εὔμᾱρις

См. также в других словарях:

  • εύμαρις — εὔμαρις, άριδος, ἡ (Α) ασιατικό σάνδαλο, είδος παντόφλας («κροκόβαπτον εὔμαριν ἀείρων», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λέξη, άγνωστης προελεύσεως, πράγμα συνηθισμένο για ονομασίες υποδημάτων (πρβλ. αρβύλη, ασκέρα, βλαύτη κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • εὔμαρις — εὔμᾱρις , εὔμαρις an Asiatic shoe fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐμάριδες — εὐμά̱ριδες , εὔμαρις an Asiatic shoe fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐμάρισιν — εὐμά̱ρισιν , εὔμαρις an Asiatic shoe fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔμαριν — εὔμᾱριν , εὔμαρις an Asiatic shoe fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»