-
1 εὐμορφότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐμορφότης
-
2 εὐμορφόω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐμορφόω
-
3 εὔμορφος
εὔμορφ-ος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔμορφος
См. также в других словарях:
εύμορφος — η, ο και ἔμορφος, η, ο και ὄμορφος, η, ο (ΑΜ εὔμορφος, ον) 1. αυτός που έχει ωραία μορφή, ωραίος, καλοκαμωμένος («εὐμόρφων δὲ κολοσσῶν ἔχθεται χάρις ἀνδρί» η χάρη τών ωραίων εικόνων, αγαλμάτων, είναι μισητή στον άνδρα [ο οποίος επιθυμεί τη… … Dictionary of Greek