-
1 εύμαρις
-
2 εὔμαρις
-
3 εὔμαρις
A (lyr.); but acc. pl. εὐμᾱρίδας (sic) Lyc.855 (on the accent, v. Hdn.Gr.1.99): — an Asiatic shoe or slipper (made of deerskin, Poll.7.90),βαρβάροις ἐν εὐμάρισι E.Or. 1370
(lyr.); κροκόβαπτον.. εὔμαριν ἀείρων A.l.c.;βαθύπελμος εὔμᾰρις AP7.413
(Antip.), cf. Lyc.l.c. (Prob. a foreign word.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔμαρις
-
4 ευμάριδες
-
5 εὐμάριδες
-
6 ευμάρισιν
-
7 εὐμάρισιν
-
8 εύμαριν
-
9 εὔμαριν
-
10 βαθύπελμος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαθύπελμος
См. также в других словарях:
εύμαρις — εὔμαρις, άριδος, ἡ (Α) ασιατικό σάνδαλο, είδος παντόφλας («κροκόβαπτον εὔμαριν ἀείρων», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λέξη, άγνωστης προελεύσεως, πράγμα συνηθισμένο για ονομασίες υποδημάτων (πρβλ. αρβύλη, ασκέρα, βλαύτη κ.ά.)] … Dictionary of Greek
εὔμαρις — εὔμᾱρις , εὔμαρις an Asiatic shoe fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμάριδες — εὐμά̱ριδες , εὔμαρις an Asiatic shoe fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμάρισιν — εὐμά̱ρισιν , εὔμαρις an Asiatic shoe fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔμαριν — εὔμᾱριν , εὔμαρις an Asiatic shoe fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)