Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

εὔλυρος

См. также в других словарях:

  • εὔλυρος — 1 skilled in the lyre masc/fem nom sg εὔλυρος 2 skilled in the lyre masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύλυρος — εὔλυρος, ον (Α) (για τον Απόλλωνα και τις Μούσες ή για κιθαριστή) ο επιδέξιος, ο επιτήδειος στο παίξιμο τής λύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λύρα] …   Dictionary of Greek

  • εὔλυρον — εὔλυρος 1 skilled in the lyre masc/fem acc sg εὔλυρος 1 skilled in the lyre neut nom/voc/acc sg εὔλυρος 2 skilled in the lyre masc/fem acc sg εὔλυρος 2 skilled in the lyre neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔλυρε — εὔλυρος 1 skilled in the lyre masc/fem voc sg εὔλυρος 2 skilled in the lyre masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔλυροι — εὔλυρος 1 skilled in the lyre masc/fem nom/voc pl εὔλυρος 2 skilled in the lyre masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευλύρας — εὐλύρας, ὁ (Α) (επίθ. τού Απόλλωνος) αυτός που παίζει καλά τη λύρα, ο εύλυρος («Πύθιος εὐλύρας Απόλλων», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. ευ + λύρα] …   Dictionary of Greek

  • λύρα — I (Ζωολ.). Κοινή ονομασία στρουθιομόρφων πτηνών του γένους Menura, της οικογένειας των μηνουριδών. Βλ. λ. μηνουρίδες. II (Μουσ.). Μουσικό όργανο. Προέρχεται από τη Σουμερία (3η χιλιετία π.Χ.), αλλά συνδέθηκε άμεσα με την αρχαία Ελλάδα, ενώ,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»