Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

εὔληπτος

См. также в других словарях:

  • εὔληπτος — easily taken hold of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύληπτος — η, ο (ΑΜ εὔληπτος, ον) 1. αυτός που κατανοείται εύκολα, ο ευνόητος 2. (για ποτά, φάρμακα κ.λπ.) αυτός που λαμβάνεται εύκολα, ο εύποτος, ο καλόπιστος (α. «οὐδ εὔληπτον εῑναι τὸ ὕδωρ», Ιώσ. β. «εύληπτα φάρμακα») νεοελλ. αυτός που συλλαμβάνεται… …   Dictionary of Greek

  • εύληπτος — η, ο 1. αυτός που παίρνεται εύκολα: Εύληπτο φάρμακο. 2. αυτός που γίνεται εύκολα κατανοητός, ευνόητος, ευκολονόητος, απλός: Εύληπτο βιβλίο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὐληπτότερον — εὔληπτος easily taken hold of adverbial comp εὔληπτος easily taken hold of masc acc comp sg εὔληπτος easily taken hold of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐληπτοτέρων — εὔληπτος easily taken hold of fem gen comp pl εὔληπτος easily taken hold of masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐληπτότατα — εὔληπτος easily taken hold of adverbial superl εὔληπτος easily taken hold of neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐληπτότατον — εὔληπτος easily taken hold of masc acc superl sg εὔληπτος easily taken hold of neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐλήπτως — εὔληπτος easily taken hold of adverbial εὔληπτος easily taken hold of masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔληπτον — εὔληπτος easily taken hold of masc/fem acc sg εὔληπτος easily taken hold of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐληπτοτάτη — εὔληπτος easily taken hold of fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐληπτοτέροις — εὔληπτος easily taken hold of masc/neut dat comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»