Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

εὔκρητος

См. также в других словарях:

  • εύκρητος — εὔκρητος, ον (Α) ιων. τ. τού εύκρατος* …   Dictionary of Greek

  • εὔκρητος — εὔκρατος well tempered masc/fem nom sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύκρατος — η, ο (ΑΜ εὔκρατος, ον, Α ιων. τ. εὔκρητος, ον) αυτός που έχει καλή θερμοκρασία, καλό κλίμα, ο ήπιος, ο μέτριος (α. «εύκρατο κλίμα» το κλίμα που δεν είναι ούτε πολύ ψυχρό ούτε πολύ θερμό β. «οι εύκρατες ζώνες τής γης» οι ζώνες που περιλαμβάνονται… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»