Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

εὔιος

См. также в других словарях:

  • εύιος — εὔιος, ὁ (Α) 1. επίθ. τού Βάκχου από την κραυγή ευοί, ευαί («οἰνῶπα Βάκχον εὔιον», Σοφ.) 2. ως κύριο όν. Εὔιος Βάκχος 3. ως επίθ. εὔιος, ον βακχικός («τελετὰς προτείνων εὐίους νεανίσιν», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ευάζω] …   Dictionary of Greek

  • Εὔιος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔιος — εὔϊος , ἤιος masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐίοις — Εὔιος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐίου — Εὔιος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐίους — Εὔιος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐίων — Εὔιος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐίῳ — Εὔιος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὔιε — Εὔιος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὔιον — Εὔιος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Дионис — (др. греч. Διόνυσος) …   Википедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»