Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

εὔθικτος

См. также в других словарях:

  • εὔθικτος — touching the point masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύθικτος — η, ο (ΑΜ εὔθικτος, ον) νεοελλ. αυτός που θίγεται, που προσβάλλεται εύκολα από τους λόγους και τη συμπεριφορά τών άλλων μσν. εύκολα αντιληπτός αρχ. 1. ο εύστοχος, ο επιτυχής («εὐθηβόλῳ καὶ εὐθίκτῳ χρησάμενοι προσβολῇ», Φίλ.) 2. ο ευφυής, ο έξυπνος …   Dictionary of Greek

  • εύθικτος — η, ο αυτός που θίγεται, που πειράζεται εύκολα, αλλ. ευαίσθητος (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὐθίκτως — εὔθικτος touching the point adverbial εὔθικτος touching the point masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔθικτον — εὔθικτος touching the point masc/fem acc sg εὔθικτος touching the point neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐθίκτοισιν — εὔθικτος touching the point masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐθίκτου — εὔθικτος touching the point masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐθίκτους — εὔθικτος touching the point masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐθίκτῳ — εὔθικτος touching the point masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔθικτα — εὔθικτος touching the point neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔθικτοι — εὔθικτος touching the point masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»