-
1 εὐδοξέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐδοξέω
-
2 εὐδοξία
εὐδοξ-ία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐδοξία
-
3 εὔδοξος
A of good repute, honoured, Thgn.195, Pi.P.12.5, Th.1.84 ([comp] Sup.), etc.;Νίκη Simon.145
, cf. Pi.P.6.17;εὔ. παρά τισι Pl.Lg. 773a
; νέες εὐδοξόταται ' crack' ships, Hdt.7.99. Adv. - ξως remarkably, 'famously', Pl.Hp.Ma. 287e; with distinction,στεφανῶσαί τινα Man.1.102
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔδοξος
См. также в других словарях:
προσλαμβάνω — ΝΜΑ, και προσλαβαίνω Ν 1. λαμβάνω επί πλέον, παίρνω, αποκτώ κάτι ακόμη 2. (σχετικά με πρόσ.) παίρνω κάποιον στην υπηρεσία μου ή παίρνω κάποιον ως βοηθό μου ή ως συνεργάτη (α. «τόν προσέλαβα ως γραμματέα μου» β. «μισθοφόρους τινὰς αὐτόθεν… … Dictionary of Greek