-
1 ευδμητος
эп. ἐΰδμητος, дор. εὔδμᾱτος 2хорошо построенный, красиво сооруженный(βωμός, πόλις, τοῖχος Hom.; πύργος Hom., Hes.; κολώνα Pind.)
-
2 ευδματος
См. также в других словарях:
εύδμητος — εὔδμητος και ἐΰδμητος, και δωρ. τ. εὔδματος, ον (Α) αυτός που έχει οικοδομηθεί καλά και στερεά («εὔδμητον περὶ βωμόν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δμητος (< δέμω «κτίζω»), πρβλ. λιθό δμητος, νεό δμητος)] … Dictionary of Greek
ἐύδμητος — ἐΰδμητος , εὔδμητος well built masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔδμητον — εὔδμητος well built masc/fem acc sg εὔδμητος well built neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδμήτου — εὔδμητος well built masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔδμητοι — εὔδμητος well built masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐύδματον — ἐύδμᾱτον , εὔδμητος well built masc/fem acc sg ἐύδμᾱτον , εὔδμητος well built neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐύδμητον — ἐΰδμητον , εὔδμητος well built masc/fem acc sg ἐΰδμητον , εὔδμητος well built neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐυδμήτοιο — ἐϋδμήτοιο , εὔδμητος well built masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐυδμήτοις — ἐϋδμήτοις , εὔδμητος well built masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐυδμήτου — ἐϋδμήτου , εὔδμητος well built masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐυδμήτους — ἐϋδμήτους , εὔδμητος well built masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)