-
1 εὐγήρως
εὐγήρως, ων,A enjoying a green old age, Arist.Rh. 1361b28, Call.Epigr. 41.6, Epigr.Gr.223.2 (Milet.), Ph.1.515, al.: nom. pl.εὔγηροι Hp.Vict. 1.32
, Arist.HA 615a33: neut.εὔγηρα Hp.Art.58
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐγήρως
См. также в других словарях:
ευγήρως — εὐγήρως, πληθ. εὔγηροι, ων, εὔγηρα) (Α) αυτός που περνάει καλά γεράματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γηρως ( ος) (< γήρας), πρβλ. α γήρως] … Dictionary of Greek