Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

εὔγαμον

См. также в других словарях:

  • εὔγαμον — εὔγαμος happily married masc/fem acc sg εὔγαμος happily married neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύγαμος — εὔγαμος, ον (Α) 1. (για πρόσωπο) ευτυχισμένος στον γάμο του, καλοπαντρεμένος 2. ευνοϊκός ή ευχάριστος σχετικά με τον γάμο (α. «εὔγαμος εὐνή» β. «εὔγαμον ὕδωρ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γάμος (< γάμος < γαμώ), πρβλ. απειρό γαμος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»