-
1 εὔβουλος
εὔ-βουλος, gut ratend, guten Rat gebend, einsichtsvoll, vorsichtig. Adv., εὐβούλως ἔχειν, wohl beraten sein -
2 κακό-βουλος
κακό-βουλος, 1) übel berathen, thöricht; Eur. Bacch. 399; Ar. Equ. 1055. – 2) Andern schlecht rathend; Ggstz εὔβουλος Plat. Sis. 391 c; Strat. 62 (XII, 220).
-
3 ἄ-βουλος
ἄ-βουλος ( βουλή), ohne Ueberlegung, unbedachtsam, übelberathen, Soph. ἀνήρ Antia. 1613; El. 953; πατήρ (καὶ κακὸς γνώμην) El. 536; πόλις C. C. 944; στά-σις γλώσσης O. R. 634; νόημα Anacr. 12, 14. Im Ggstz von εὔβουλος Thuc. 1, 84; ἀβουλότερα neben κακῶς γνωσϑέντα 1, 126. – Act., Ζεὺς τέκνοισιν ἄβουλος Soph. Tr. 132. – Adv. ἀβούλως, unüberlegt, Her. 3, 71; ἀβουλότατα 7, 9, 2; οὐκ ἀβ. ἀλλὰ πόῤῥω-ϑεν κατεσκευασμέναι Pherec. Ath. XI, 486 b. – Aber Antiph. 1, 23 ἀβ. τε καὶ ἀϑέως διαχρήσασϑαί τινα, böswillig.
См. также в других словарях:
Εὔβουλος — well advised masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔβουλος — well advised masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύβουλος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος πολιτικός (405; – 330; π.Χ.). Ήταν συντηρητικών αρχών και έγινε γνωστός κυρίως για την πολυετή διαχείριση των οικονομικών των Αθηνών, τα οποία διηύθυνε από το 355 με εξαιρετική ικανότητα. Απέκτησε μεγάλη… … Dictionary of Greek
εύβουλος — η, ο αυτός που σκέφτεται σωστά, ο συνετός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Εύβουλος ή Ευβουλεύς — Μυθολογικό πρόσωπο. Στην Ελευσίνα τον τιμούσαν ως θεό ή ήρωα, γιο της Δήμητρας ή ενός Αργείου, του Τροχίλου. Επίσης, υπήρχε η άποψη ότι ήταν αδελφός του Τριπτόλεμου, της Πρωτονόης και της Μίσης. Σύμφωνα με άλλο μύθο, ο Ε. ήταν χοιροβοσκός στη… … Dictionary of Greek
εὐβουλότερον — εὔβουλος well advised adverbial comp εὔβουλος well advised masc acc comp sg εὔβουλος well advised neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐβουλότατα — εὔβουλος well advised adverbial superl εὔβουλος well advised neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐβουλότατον — εὔβουλος well advised masc acc superl sg εὔβουλος well advised neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐβούλως — εὔβουλος well advised adverbial εὔβουλος well advised masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔβουλον — εὔβουλος well advised masc/fem acc sg εὔβουλος well advised neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Евбул — (Εΰβουλος): 1) поэт ново (или средне ) аттической комедии. Жил ок. 376 г. до Р. Хр. Ему приписывали до 104 комедий, из которых сохранилось в заглавиях и фрагментах более 50. Он обрабатывал мифологические сюжеты и осмеивал трагиков, в особенности… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона