-
1 εύβοτρυς
-
2 εὔβοτρυς
-
3 ευβοτρυς
-
4 εὔβοτρυς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔβοτρυς
-
5 εὔβοτρυς
εὔ-βοτρυς, υος, u. εὐ-βότρυος, traubenreich, mit schönen Trauben -
6 ευβοτρυος
-
7 εύβοτρυν
-
8 εὔβοτρυν
См. также в других словарях:
εύβοτρυς — εὔβοτρυς, υ (Α) αυτός που έχει άφθονα σταφύλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βότρυς] … Dictionary of Greek
εὔβοτρυς — rich in grapes masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔβοτρυν — εὔβοτρυς rich in grapes masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βότρυς — Το σταφύλι· το σύνολο των ρωγών του σταφυλιού μαζί με τον μίσχο που τις συγκρατεί· το τσαμπί. Στα χρόνια του Βυζαντίου, β. ονομαζόταν η πολυποίκιλτη στολή των βυζαντινών αυτοκρατόρων. (Βοτ.) Β. ονομάζεται ένας τύπος ανθοταξίας, δηλαδή διάταξης… … Dictionary of Greek