-
1 εὐαγρία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐαγρία
-
2 εὐάγρευτος
εὐάγρ-ευτος, ον,A = εὔαγρος, Sch.Opp.H.4.587.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐάγρευτος
-
3 εὐαγρέω
A to have good sport, AP6.304.8 (Phan.), Antig.Car. ap. Ath.7.297f: c. acc.,εὐαγρεῖν ἠέρα γαῖαν ὕδωρ AP6.12
(Jul.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐαγρέω
-
4 εὐαγρής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐαγρής
-
5 εὔαγρος
A lucky in the chase, S.OC 1088 (lyr.), AP6.34 (Rhian.); affording good sport, ib.9.555 (Crin.); epith. of Pan, Sammelb. 4031, 4053; of Ares, BMus.Inscr. 1064 ([place name] Egypt).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔαγρος
См. также в других словарях:
κλόνος — ο (AM κλόνος) κίνηση που γίνεται με ταραχή ή θόρυβο, κλονισμός* νεοελλ. ιατρ. επαναλαμβανόμενες συσπάσεις ενός μυός εμφανιζόμενες μετά από παθητική έκτασή του και παρατηρούμενες στο λεγόμενο πυραμιδικό σύνδρομο μσν. αρχ. 1. σύγχυση, ταραχή 2.… … Dictionary of Greek
μεταύλειος — μεταύλειος, ον (Μ) [μέταυλος] (ως επίθ. για θύρα ναών) αυτή που βρίσκεται μετά την αυλή και πριν από τον πρόδομο («μεταυλείῳ θύρᾳ», Ευάγρ.) … Dictionary of Greek
προσυπάγομαι — Α προσελκύω κάποιον με ύπουλο τρόπο, παραπλανώ κάποιον («προσυπάγονται δὲ πολλαῑς λόγων ἀπάταις καὶ τοὺς Ἰσαυρίους», Ευάγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ* + ὑπάγω «ελκύω με πανουργία, εξαπατώ, αποπλανώ»] … Dictionary of Greek
τελωνικός — ή, όν, Α [τελώνης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τελωνία* («κύκλῳ φεύγων τοὺς νόμους τοὺς τελωνικούς», Δημοσθ.) 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ τελωνικά τα τέλη, οι φόροι. επίρρ... τελωνικῶς Α όπως ο τελώνης τού Ευαγγελίου («μὴ… … Dictionary of Greek
υπέρθεση — η / ὑπέρθεσις, έσεως, ΝΜΑ [ὑπερτίθημι] η τοποθέτηση ενός πράγματος πάνω από ένα άλλο νεοελλ. 1. επαλληλία 2. εκπρόθεσμη εκπλήρωση υποχρέωσης, υπερημερία 3. (γεωμορφ.) διεργασία κατά την οποία ένα υδάτινο ρεύμα δεν ακολουθεί τη λιθολογική ή την… … Dictionary of Greek
υπερφυής — ές / ὑπερφυής, ές, ΝΜΑ 1. αυτός που υπερβαίνει τη φύση, που βρίσκεται πάνω από τον φυσικό κόσμο, υπερφυσικός (α. «υπερφυής κόσμος» β. «δοτῆρος ἀφθόνου καὶ ὑπερφυοῡς, ὑπερφυᾱ κεκτημένου μεγαλοπρέπειαν», Δαμασκ. Ι. γ. «ὑπερφυᾱ ἁπλότητα», Διον.… … Dictionary of Greek