-
1 ευφρονη
ἥ euphem. ночь (досл. благосклонная)(ἐπίρροθος Hes.; μέλαινα Pind.; ἐν ἑπτὰ ἡμέρῃσι καὴ ἐν ἑπτὰ εὐφρόνῃσι Her.)
μέλαινα ἄστρων εὐ. Soph. — темная и звездная ночь; -
2 εκλειπω
(aor. 2 ἐξέλιπον)1) оставлять, уходить, покидать(τέν Βοιωτίαν Thuc.)
τέν πόλιν ἐξέλιπον εἰς χωρίον ὀχυρόν Xen. — они переселились из города в укрепленное место;ἐ. τὸν βίον Soph., Arst., Plut., φάος Eur. и τὸ ζῆν Polyb., Plut. — покидать жизнь, умирать;ἐκλιπεῖν τὸν ἀριθμόν Her. — выбыть из числа, не хватать2) покидать, бросать(τινά Soph.)
ἐ. στρατείαν Xen. — уклоняться от участия в походе3) дезертировать4) лишаться, утрачивать(τέν τυραννίδα Her.)
5) не исполнять, нарушать(ὃρκον Eur.; ξυνώμοτον Thuc.)
ὅσα ἐξελελοίπεσαν τῆς ξυνθήκης Thuc. — невыполненные пункты договора6) проходить мимо, миновать(Ἄνδρον Her.)
7) оставлять в стороне, обходить, пренебрегатьὄχλον τὸν πλεῖστον ἐκλείψω λόγων Aesch. — я умолчу о множестве обстоятельств;
εἴ τι ἐξέλιπον, σὸν ἔργον ἀναπληρῶσαι Plat. — если я что-л. упустил, твое дело дополнишь (меня);θεραπείας σώματος ἐκλιπεῖν Plut. — пренебречь заботами о теле;τὸ βοηθεῖν ἐκλιπεῖν Plut. — не оказать поддержки8) оставлять, прекращать(θρήνους Eur.; γραφάς Dem.)
θήρας μόχθον ἐκλελοιπώς Eur. — прервав утомительную охоту;ὄνειδος οὐκ ἐκλείπεται Aesch. — упрекам нет конца9) прекращаться, кончатьсяἐκλέλοιπεν εὐφρόνη (= νύξ) Soph. — ночь прошла;
διὰ τὸ ἐκλελοιπέναι τέν χιόνα Xen. — так как снег сошел;ἥ φωνέ ἐξέλιπε (v. l. ἐξέλειπε) Luc. — голос пропал;ἐπειδέ ἐκλελοίπασιν ὑμᾶς αἱ προφάσεις Lys. — после того, как предлоги у вас истощились:ἄνειμι ἐκεῖσε τοῦ λόγου, τῇ μοι τὸ πρότερον ἐξέλιπε Her. — я возвращусь к той части рассказа, которая раньше прервалась;τοὔνομα τῆς Ταρπηΐας ἐξέλιπε Plut. — имя Тарпеи было забыто10) умиратьοἱ ἐκλιπόντες или ἐκλελοιπότες Plat. — умершие
11) подвергаться затмению(ὅ ἥλιος ἐξέλιπε Thuc., Plut.; ἥ σελήνη ἐκλείπει Arst.)
См. также в других словарях:
ευφρόνη — εὐφρόνη, ἡ (Α) 1. η καλή ώρα (κατ ευφ. αντί η νύκτα) («μακραὶ γὰρ καὶ ἐπίρροθοι εὐφρόναι εἰσί», Ησίοδ.) 2. φρ. «ἄστρων εὐφρόνη» νύχτα γεμάτη αστέρια 3. (στη γεν. εν. ως επίρρ.) εὐφρόνης κατά τη διάρκεια τής νύκτας 4. (κατά τον Ησύχ.) ευφροσύνη.… … Dictionary of Greek
εὐφρόνη — the kindly time fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφρόνῃ — εὐφρόνη the kindly time fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφρόναι — εὐφρόνη the kindly time fem nom/voc pl εὐφρόνᾱͅ , εὐφρόνη the kindly time fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφρόνηι — εὐφρόνῃ , εὐφρόνη the kindly time fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφρονέων — εὐφρόνη the kindly time fem gen pl (epic ionic) εὐφρονέων with kind masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφρονῶν — εὐφρόνη the kindly time fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφρόναις — εὐφρόνη the kindly time fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφρόνην — εὐφρόνη the kindly time fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφρόνης — εὐφρόνη the kindly time fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφρόνῃσι — εὐφρόνη the kindly time fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)