-
61 ευσταθέστεροι
-
62 εὐσταθέστεροι
-
63 ευσταθέστερος
-
64 εὐσταθέστερος
-
65 Ευστάθιος
Ευστάθιος οЕвстафий –1) имя некоторых святых, патриархов и епископов Православной Церкви;2) мужское имяЭтим.дргр. < ευσταθής «устойчивый, твердостоящий» -
66 остойчивый
επ., βρ: -чив, -а, -о (ναυτ.)• ευσταθής•-ое судно ευσταθές σκάφος.
-
67 стабильный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно; σταθερός, ευσταθής, στερεός, εδραίος• μόνιμος•-ые цены σταθερές τιμές.
-
68 устойчивый
επ., βρ: -чив, -а, -о.1. σταθερός, ευσταθής• ακλόνητος, ατράνταχτος•-ая лодка σταθερή βάρκα•
-ая стремянка σταθερή διπλή σκάλα.
2. αμετάβλητος•-ое равновесие σταθερή ισορροπία•
-ое убеждение σταθερή πεποίθηση.
-
69 θέμερος
Aθεμερώτερα IG 14.1018.3
(iv A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θέμερος
-
70 θεμέρη
Grammatical information: adj.Compounds: As 1. member in θεμερῶπις adjunct of Άρμονίη (Emp. 122, 2), of αἰδώς (A. Pr. 134 [lyr.]); θεμερόφρονας συνετούς, σώφρονας H.Etymology: As simplex only θεμέρᾳ ὀπί (v. l. Pi. N. 7, 83), θεμε[ρώτε]ρα (IG 14, 1018, 3, IVp; correctly completed?). Beside θέμερος ( θεμερός ?) `solid, firm' sands *θέμιστος in Θεμιστο-κλῆς (cf. Άριστο-κλῆς) as κράτιστος beside κρατερός (s. Frisk Eranos 48, 6). The basis is nominal θεμ- in θεμούς, θέμεθλα, θεμέλια, s. vv. - Whether because of the explanation σεμνός `honourable, serious' a second θέμερος must be posited, seems doubtful. Acc. to Fick 1, 464; 3, 201 it belongs in this meaning to OHG timber `dark'. - One keeps some doubts about this IE etymology.Page in Frisk: 1,660Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > θεμέρη
-
71 kararlı
αποφασισμένος, σταθερός, ευσταθής
См. также в других словарях:
εὐσταθής — well based masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευσταθής — ές (ΑΜ εὐσταθής, ές, Α και επικ. τ. ἐϋσταθής, ές) σταθερός, αυτός που δεν κλονίζεται, δεν κλυδωνίζεται εύκολα ή δεν απειλείται από μεταβολές (α. «ευσταθές οικοδόμημα» β. «ευσταθής μοναρχία», Φιλόδ.) αρχ. 1. ο καλά θεμελιωμένος ή οικοδομημένος… … Dictionary of Greek
ευσταθής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, σταθερός, στέριος, αμετακίνητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐσταθῇς — εὐσταθέω to be steady pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσταθῆ — εὐσταθής well based neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) εὐσταθής well based masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) εὐσταθής well based masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσταθέστερον — εὐσταθής well based adverbial comp εὐσταθής well based masc acc comp sg εὐσταθής well based neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσταθέα — εὐσταθής well based neut nom/voc/acc pl (epic ionic) εὐσταθής well based masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσταθές — εὐσταθής well based masc/fem voc sg εὐσταθής well based neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσταθέστατα — εὐσταθής well based adverbial superl εὐσταθής well based neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσταθέστατον — εὐσταθής well based masc acc superl sg εὐσταθής well based neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσταθεστάτη — εὐσταθής well based fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)