-
1 устойчивый
1. (способный твёрдо стоять, держаться, не колеблясь, не падая) ευσταθής, σταθερός, γερός 2. хим. ανθεκτικός 3. (не поддающийся, не подверженный изменениям и колебаниям, постоянный) σταθερός, αμετάβλητος 4. мат. ευσταθήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > устойчивый
-
2 равнина
η πεδιάδα. равно мат. ίσον. равнобедренный мат. ισοσκελής. равновероятный мат. ισοπιθανός. равновесие η ισορροπίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > равнина
-
3 верный
верн||ыйприл1. (преданный) πιστός, Εμπιστος, ἀφοσιωμένος:\верный своему́ слову πιστός στό λόγο μου·2. (надежный) ἀσφαλής, σίγουρος:\верныйое средство τό ἀσφαλές (или σίγουρο) μέσο, τό ἀποτελεσματικό μέσο· \верный источник ἡ ἀσφαλής πηγή·3. (правильный) σωστός, ὀρθός/ ἀκριβής (точный):\верныйая мысль ἡ σωστή σκέψη· \верныйое время ἡ ἀκριβής ῶρα· \верныйое изображение ἡ ἀκριβής ἀπεικόνιση·4. (меткий, точный) ἀλάθευτος, σίγουρος, σταθερός, εὐσταθής:\верный глаз τό ἀλάθευτο μάτι· \верныйая рука τό σίγουρο χέρι·5. (неизбежный, несомненный) σίγουρος, βέβαιος, ἀναμφίβολος:\верный выигрыш τό σίγουρο κέρδος· \верныйая смерть ὁ βέβαιος θάνατος, ὁ σίγουρος θάνατος. -
4 стабильностьый
стабильность||ыйприл σταθερός, εὐσταθής. -
5 уверенный
уверенн||ыйприл1. (о человеке) βέβαιος, πεπεισμένος, σίγουρος:быть \уверенныйым εἶμαι βέβαιος·2. (о движениях, тоне и т. п.) σταθερός, εὐσταθής:\уверенныйый шаг τό σταθερό βήμα· \уверенныйый ответ ἡ ἀδίσταχτη ἀπάντηση· \уверенныйый голос ἡ σταθερή φωνή· \уверенныйая рука τό σταθερό χέρι· ◊ будьте уверены) νά είσθε βέβαιος, νά είσθε σίγουρος. -
6 устоичивый
устоичив||ыйприл1. σταθερός, εὐσταθής, γερός, ἀνθεκτικός·2. перен σταθερός, σίγουρος:\устоичивыйая погода ὁ σταθερός καιρός· \устоичивыйые цены οἱ σταθερές τιμές. -
7 остойчивый
επ., βρ: -чив, -а, -о (ναυτ.)• ευσταθής•-ое судно ευσταθές σκάφος.
-
8 стабильный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно; σταθερός, ευσταθής, στερεός, εδραίος• μόνιμος•-ые цены σταθερές τιμές.
-
9 устойчивый
επ., βρ: -чив, -а, -о.1. σταθερός, ευσταθής• ακλόνητος, ατράνταχτος•-ая лодка σταθερή βάρκα•
-ая стремянка σταθερή διπλή σκάλα.
2. αμετάβλητος•-ое равновесие σταθερή ισορροπία•
-ое убеждение σταθερή πεποίθηση.
-
10 kararlı
αποφασισμένος, σταθερός, ευσταθής
См. также в других словарях:
εὐσταθής — well based masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευσταθής — ές (ΑΜ εὐσταθής, ές, Α και επικ. τ. ἐϋσταθής, ές) σταθερός, αυτός που δεν κλονίζεται, δεν κλυδωνίζεται εύκολα ή δεν απειλείται από μεταβολές (α. «ευσταθές οικοδόμημα» β. «ευσταθής μοναρχία», Φιλόδ.) αρχ. 1. ο καλά θεμελιωμένος ή οικοδομημένος… … Dictionary of Greek
ευσταθής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, σταθερός, στέριος, αμετακίνητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐσταθῇς — εὐσταθέω to be steady pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσταθῆ — εὐσταθής well based neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) εὐσταθής well based masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) εὐσταθής well based masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσταθέστερον — εὐσταθής well based adverbial comp εὐσταθής well based masc acc comp sg εὐσταθής well based neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσταθέα — εὐσταθής well based neut nom/voc/acc pl (epic ionic) εὐσταθής well based masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσταθές — εὐσταθής well based masc/fem voc sg εὐσταθής well based neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσταθέστατα — εὐσταθής well based adverbial superl εὐσταθής well based neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσταθέστατον — εὐσταθής well based masc acc superl sg εὐσταθής well based neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσταθεστάτη — εὐσταθής well based fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)