-
1 υφής
ὑφάωpres ind act 2nd sg (doric)ὑφάωpres ind act 2nd sg (epic doric ionic)ὑφάζωfut ind act 2nd sg (doric)ὑφήweb: fem gen sg (attic epic ionic) -
2 ὑφῆς
ὑφάωpres ind act 2nd sg (doric)ὑφάωpres ind act 2nd sg (epic doric ionic)ὑφάζωfut ind act 2nd sg (doric)ὑφήweb: fem gen sg (attic epic ionic) -
3 παρ-υφής
-
4 πλινθ-υφής
πλινθ-υφής, ές, von Ziegeln erbau't, Aesch. Prom. 448, δόμοι.
-
5 συν-υφής
συν-υφής, ές, zusammengewebt, verbunden, ἱστοὶ συνυφεῖς, = συνύφειαι, Arist. H. A. 9, 40.
-
6 σινδον-υφής
σινδον-υφής, ές, wie seine indische Leinwand, σινδών gewebt, Philox. bei Ath. IX, 409 e.
-
7 τανα-ϋφής
τανα-ϋφής, ές, lang u. sein gewebt, VLL.
-
8 χρῡσο-ϋφής
χρῡσο-ϋφής, ές, = Vorigem; Chares bei Ath. 538 d; Hdn. 5, 3,12, u. a. Sp.
-
9 εὐ-υφής
-
10 λεπτο-υφής
λεπτο-υφής, ές, fein gewebt; Alciphr. 3, 41; Schol. Soph. Tr. 611.
-
11 λευκο-ϋφής
λευκο-ϋφής, ές, weißgewebt, Eust. 1530, 58.
-
12 λινο-υφής
λινο-υφής, ές, aus Flachs gewebt, E. M. 558, 49.
-
13 Σῑδον-υφής
Σῑδον-υφής, ές, von sidonischer Weberei, ἐκτρίμματα, Philoxen. bei Ath. IX, 409 e.
-
14 ἀραχνο-υφής
ἀραχνο-υφής, ές, sein wie Spinngewebe, Philo.
-
15 ευυφης
-
16 λεπτουφης
-
17 πλινθυφης
-
18 συνυφης
-
19 ταναυφης
-
20 χρυσουφης
См. также в других словарях:
ὑφῆς — ὑφάω pres ind act 2nd sg (doric) ὑφάω pres ind act 2nd sg (epic doric ionic) ὑφάζω fut ind act 2nd sg (doric) ὑφή web fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευυφής — εὐυφής, ές (Α) υφασμένος καλά («εὐυφῆ λαίφεα», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + υφής (< ύφος), πρβλ. αραχνο υφής, λινο υφής] … Dictionary of Greek
λαϊνυφής — λαϊνυφής, ές (Α) κατασκευασμένος από λίθο ή μάρμαρο, πέτρινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάϊνος + υφής (< ὕφος «ύφασμα»), πρβλ. λεπτο υφής, λευκο υφής] … Dictionary of Greek
λεπτοϋφής — ές (Α λεπτοϋφής, ές) 1. (για υφάσματα) υφασμένος λεπτά, λεπτοϋφασμένος, λεπτοΰφαντος 2. μτφ. λεπτοκαμωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * (< επίρρ. λεπτά) + υφής (< ὕφος), πρβλ. ευ υφής, παρ υφής] … Dictionary of Greek
λινοϋφής — λινοϋφής, ές και λινόϋφος, ον (Α) υφασμένος με ίνες λιναριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + υφής (< ὕφος), πρβλ. ευ υφής, παρ υφής] … Dictionary of Greek
ταναϋφής — ές, Α λεπτοΰφαντος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. τανα υφής (αντί *ταναουφής, με σίγηση τού ο ) < ταναός* «υψηλός» + υφής (< ὕφος), πρβλ. ἡμι υφής] … Dictionary of Greek
παρυφής — ές, ΜΑ 1. (για ένδυμα ή ύφασμα) αυτός που έχει παρυφή, ο παρυφασμένος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ παρυφές η παρυφή ενδύματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + υφής (< ὕφος < ὑφαίνω), πρβλ. λινο ϋφής] … Dictionary of Greek
πλινθυφής — ές, Α χτισμένος, οικοδομημένος με πλίνθους, πλινθόκτιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλίνθος + υφής (< ὕφος< ὑφαίνω), πρβλ. λινο υφής] … Dictionary of Greek
πλουσιοϋφής — ες, Μ αυτός που είναι υφασμένος με πολυτελή, πλούσιο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλούσιος + υφής (< ὕφος < ὑφαίνω), πρβλ. ευ υφής] … Dictionary of Greek
σιδονυφής — ές, Α υφασμένος στη Σιδώνα ή υφασμένος από Σιδόνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σιδόνιος + υφής (< ὕφος < ὑφαίνω), πρβλ. πλινθ υφής] … Dictionary of Greek
σινδονυφής — ές, Α υφασμένος όπως η σινδών· [ΕΤΥΜΟΛ. < σινδών, όνος + υφής (< ὕφος < ὑφαίνω), πρβλ. πλινθ υφής] … Dictionary of Greek