-
1 αγωγια
ἡ увод, совращение Plut. -
2 προ-αγωγία
προ-αγωγία, ἡ, seltenere Form statt προαγωγεία, VLL.
-
3 παιδ-αγωγία
παιδ-αγωγία, ἡ, das Führen eines Knaben, das Amt des παιδαγωγός, Erziehen, Unterrichten, auch Pflege, Eur. Or. 883; Plat. Tim. 89 d Rep. VI, 491 e u. öfter bei Sp., wie Plut., z. B. Alex. 5, φεύγων τὸ παιδαγωγίας ὄνομα τροφεὺς 'Αλεξάνδρου καὶ καϑηγητὴς καλούμενος; auch von Pflanzen, Pflege, Zucht, de educ. puer. i. A.
-
4 συν-αγωγία
συν-αγωγία, ἡ, = συναγωγή, Plut. Symp. 2, 1, 6, zw.
-
5 σκευ-αγωγία
σκευ-αγωγία, ἡ, das Zusammenpacken und Wegschaffen des Geräthes (?).
-
6 σκληρ-αγωγία
σκληρ-αγωγία, ἡ, harte, strenge Zucht, Erziehung, Sp., wie Philo.
-
7 σῑτ-αγωγία
σῑτ-αγωγία, ἡ, das Fahren, Zuführen des Getreides, die Getreidezufuhr, Sp., σιταγωγίαν σιταγωγείτω Luc. Nav. 14.
-
8 φωτ-αγωγία
φωτ-αγωγία, ἡ, das Vorleuchten, die Erleuchtung, Greg. Naz.
-
9 φαλλ-αγώγια
φαλλ-αγώγια, τά, sc. ἱερά, ein Aufzug mit Vortragung des Phallus, dah. das Feiern des Priaposfestes, Cornut. 30 u. a. Sp.
-
10 χειρ-αγωγία
χειρ-αγωγία, ἡ, das Führen an der Hand, das Leiten, Suid. erkl. βοήϑεια.
-
11 ψῡχ-αγωγία
ψῡχ-αγωγία, ἡ, 1) das Führen der abgeschiedenen Seelen in die Unterwelt hinab od. aus derselben heraus. – 2) die Lockung, der Reiz für die Seele, wodurch man sie lenkt, an sich zieht, Ergötzung; von der Jagd, Pol. 32, 15, 5; Unterhaltung, Schmeichelei, überh. Alles, was die Seele erfreu't; Plat. nennt die ῥητορικὴ ψυχαγωγία τις διὰ λόγων, Phaedr. 261 a; διατριβῆς ἕνεκα καὶ ψυχαγωγίας Ath. III, 128 c; ψυχαγωγίαν καὶ γέλωτα παρέχειν Luc. Nigr. 18; ψυχαγωγίαν τινὰ ἔχει ὁ γέλως bis accus. 10.
-
12 μυστ-αγωγία
μυστ-αγωγία, ἡ, die Einführung in die Mysterien, Plut. Alc. 34.
-
13 νυμφ-αγωγία
νυμφ-αγωγία, ἡ, das Brautführersein; Pol. 26, 7, 8; Plut. u. a. Sp.
-
14 εὐ-αγωγία
-
15 μει-αγωγία
μει-αγωγία, ἡ, das Darbringen eines Opferthieres für die φράτορες, VLL.
-
16 δουλ-αγωγία
δουλ-αγωγία, ἡ, das zum Sklaven Machen, Sp.
-
17 δημ-αγωγία
δημ-αγωγία, ἡ, die Leitung des Volks, Ar. Equ. 191; bes. Lenkung des Volks durch verführerische Redekünste, Gewinnung der Volksgunst, Arist. pol. 5, 6; Pol. 2, 21. 38, g; Plut.
-
18 λαφῡρ-αγωγία
λαφῡρ-αγωγία, ἡ, das Beutewegführen, Beutemachen, Schol. Eur. Or. 1434 u. a. Sp., von Thom. Mag. verworfen.
-
19 θε-αγωγία
-
20 λοχ-αγωγία
λοχ-αγωγία, ἡ, = λοχαγία, zw., vgl. Lob. Phryn. 430.
См. также в других словарях:
καταγωγία — καταγωγία, ἡ (Α) πανδοχείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αγωγία (< ἀγωγός), πρβλ. αν αγωγία, συν αγωγία] … Dictionary of Greek
κλειδαγωγία — κλειδαγωγία, ἡ (Α) επιγρ. πομπή, λιτανεία κλειδούχων, κλειδοφόρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλείς, δός + αγωγία (< αγωγῶ < ἀγωγός), πρβλ. λαφυρ αγωγία, παιδ αγωγία] … Dictionary of Greek
κομπαγωγία — κομπαγωγία, ἡ (Α) καυχησιολογία, κομπασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος «καύχησις» + αγωγία < αγωγῶ < ἀγωγός), πρβλ. δημ αγωγία, σκληρ αγωγία] … Dictionary of Greek
κτηναγωγία — κτηναγωγία, ἡ (Α) 1. άδεια χρησιμοποίησης κτηνών τού δημοσίου 2. (κατ άλλους) πιθ. η εξαγωγή κτηνών από μια χώρα σε άλλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + αγωγία (< ἀγωγός), πρβλ. δημ αγωγία, χειρ αγωγία] … Dictionary of Greek
κακαγωγία — κακαγωγία, ἡ (Α) κακή αγωγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + αγωγία (< αγωγος < ἄγω), πρβλ. σκληρ αγωγία] … Dictionary of Greek
σεληναγωγία — ἡ, Α η πορεία, η τροχιά τής σελήνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σελήνη + αγωγία (< ἀγωγός), πρβλ. μισθ αγωγία] … Dictionary of Greek
τρυφεραγωγία — ἡ, Α τρυφηλή ανατροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρυφερός + αγωγία (< αγωγός < ἀγωγός), πρβλ. σκληρ αγωγία] … Dictionary of Greek
φαλλαγωγία — ἡ, Α η περιαγωγή τού φαλλού κατά την διονυσιακή πομπή. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαλλός + αγωγία (< αγωγός < ἀγωγός), πρβλ. δημ αγωγία] … Dictionary of Greek
χορταγωγία — ἡ, Μ συγκομιδή χόρτου, ιδίως για ζωοτροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + αγωγία (< αγωγός < ἀγωγός < ἄγω), πρβλ. λαφυρ αγωγία] … Dictionary of Greek
φαλλαγώγια — τὰ, Α τα φαλληφόρια*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαλλός + αγώγια (< αγωγός < ἀγωγός)] … Dictionary of Greek