-
1 περισσο-έπεια
περισσο-έπεια, ἡ, Sp., = περισσολογία.
-
2 πολυ-έπεια
πολυ-έπεια, ἡ, das Vielreden, Sp., zw.
-
3 συν-έπεια
συν-έπεια, ἡ, der Zusammenhang der Worte, der Context, D. Hal. de C. V. 23 u. a. Sp.
-
4 ταὐτο-έπεια
ταὐτο-έπεια, ἡ, = ταὐτολογία, Sp.
-
5 ψευδο-έπεια
ψευδο-έπεια, ἡ, falsche Rede, Lüge, Sp.
-
6 κακο-έπεια
κακο-έπεια, ἡ, schlechte Rede, schlechter Ausdruck, Ggstz εὐέπεια, Suid. – Nach Phot. auch = βλασφημία.
-
7 καλλι-έπεια
καλλι-έπεια, ἡ, das Schönreden, Eust.
-
8 κομψο-έπεια
κομψο-έπεια, ἡ, witzige Rede, Sp.
-
9 εὐθυ-έπεια
εὐθυ-έπεια, ἡ, = εὐϑυεπία, VLL.
-
10 εὐ-έπεια
εὐ-έπεια, ἡ, Wohlredenheit, Plat. Phaedr. 267 c; oft bei D. Hal. Bei Soph. O. R. 932 freundliche oder Glück bedeutende Rede, Schol. ἡ καλὴ φράσις.
-
11 εὑρεσι-έπεια
εὑρεσι-έπεια, ἡ, das Wortefinden, -machen, VLL.
-
12 θεσπι-έπεια
θεσπι-έπεια, ἡ, πέτρα, der weissagende Fels von Delphi, Soph. O. R. 464.
-
13 ἀρτι-έπεια
ἀρτι-έπεια, fem. zu ἀρτιεπής, Hes. Th. 29.
-
14 ὀρθο-έπεια
ὀρθο-έπεια, ἡ, die grade, richtige Aussprache (recta locutio, Quint. 1, 6); Plat. Phaedr. 267 c; D. Hal. de vi Dem. 26. Diese grammatische Lehre behandelte Protagoras, Spengel artium scriptores p. 40 ff.
-
15 ευεπεια
ἥ1) красота речи, красноречие Plat., Plut.εὐέπειαι λόγων Plat. — красивые словосплетения, словесные красоты
2) ласковая речь, доброжелательные слова -
16 θεσπιεπεια
-
17 ορθοεπεια
-
18 Επειάς
-
19 Ἐπειάς
-
20 βραχυέπεια
βρᾰχῠ-έπεια, ἡ,A laconic style, dub.l.in Rutil.2.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βραχυέπεια
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ἐπειάς — Ἐπειά̱ς , Ἐπειός fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοέπεια — κακοέπεια, ἡ (Α) ο κακός τρόπος έκφρασης, το κακό ύφος τού λόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + έπεια (< επής < ἔπος), πρβλ. ορθο έπεια, ψευδο έπεια] … Dictionary of Greek
θεσπιέπεια — θεσπιέπεια, ἡ (Α) αυτή που εκπέμπει θεία έπη, η προφητική («θεσπιέπεια Δελφίς πέτρα», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θέσπις + έπεια (< έπης < έπος), πρβλ. καλλι έπεια < καλλι επής. Μολονότι εξ απόψεως παραγωγής ο τ. είναι ουσιαστικό,… … Dictionary of Greek
ορθοέπεια — η (Α ὀρθοέπεια) η ορθή έκφραση τού λόγου, η ορθή γλωσσική διατύπωση τών διανοημάτων, η τήρηση τών γραμματικών και συντακτικών κανόνων στον λόγο, προφορικό και γραπτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + έπεια (< επής < ἔπος), πρβλ. καλλι έπεια] … Dictionary of Greek
πλατυέπεια — η, NM καυχησιολογία, μεγαλορρυμοσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ * + έπεια (< επής < ἔπος), πρβλ. ορθο έπεια] … Dictionary of Greek
συνέπεια — η, ΝΜΑ νεοελλ. 1. επακολούθημα, αποτέλεσμα, απόρροια, επίπτωση (α. «η έντονη κούραση είναι συνέπεια τής αρρώστιας του» β. «ευτυχώς που η συμπεριφορά του δεν είχε συνέπειες στη βαθμολογία του») 2. λογική ακολουθία 3. το να είναι κανείς πιστός στον … Dictionary of Greek
θυμαλγής — θυμαλγής, ές (Α) 1. (κυρίως για λόγια) αυτός που θλίβει την ψυχή, που επιφέρει ψυχικό πόνο («λέγων θυμαργέα ἔπεια», Ηρόδ.) 2. αυτός που θλίβεται εσωτερικά («θυμαλγὴς καρδία», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμός + αλγής (< άλγος), πρβλ. βαρυ αλγής,… … Dictionary of Greek