Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

εὐ-έπεια

См. также в других словарях:

  • Ἐπειάς — Ἐπειά̱ς , Ἐπειός fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοέπεια — κακοέπεια, ἡ (Α) ο κακός τρόπος έκφρασης, το κακό ύφος τού λόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + έπεια (< επής < ἔπος), πρβλ. ορθο έπεια, ψευδο έπεια] …   Dictionary of Greek

  • θεσπιέπεια — θεσπιέπεια, ἡ (Α) αυτή που εκπέμπει θεία έπη, η προφητική («θεσπιέπεια Δελφίς πέτρα», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θέσπις + έπεια (< έπης < έπος), πρβλ. καλλι έπεια < καλλι επής. Μολονότι εξ απόψεως παραγωγής ο τ. είναι ουσιαστικό,… …   Dictionary of Greek

  • ορθοέπεια — η (Α ὀρθοέπεια) η ορθή έκφραση τού λόγου, η ορθή γλωσσική διατύπωση τών διανοημάτων, η τήρηση τών γραμματικών και συντακτικών κανόνων στον λόγο, προφορικό και γραπτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + έπεια (< επής < ἔπος), πρβλ. καλλι έπεια] …   Dictionary of Greek

  • πλατυέπεια — η, NM καυχησιολογία, μεγαλορρυμοσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ * + έπεια (< επής < ἔπος), πρβλ. ορθο έπεια] …   Dictionary of Greek

  • συνέπεια — η, ΝΜΑ νεοελλ. 1. επακολούθημα, αποτέλεσμα, απόρροια, επίπτωση (α. «η έντονη κούραση είναι συνέπεια τής αρρώστιας του» β. «ευτυχώς που η συμπεριφορά του δεν είχε συνέπειες στη βαθμολογία του») 2. λογική ακολουθία 3. το να είναι κανείς πιστός στον …   Dictionary of Greek

  • θυμαλγής — θυμαλγής, ές (Α) 1. (κυρίως για λόγια) αυτός που θλίβει την ψυχή, που επιφέρει ψυχικό πόνο («λέγων θυμαργέα ἔπεια», Ηρόδ.) 2. αυτός που θλίβεται εσωτερικά («θυμαλγὴς καρδία», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμός + αλγής (< άλγος), πρβλ. βαρυ αλγής,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»