-
1 χειρωτός
-
2 χειρωτός
χειρωτός, überwältigt, zu überwältigen -
3 εὐ-χείρωτος
εὐ-χείρωτος, leicht zu überwältigen, zu bändigen; στρατός Aesch. Pers. 444; εὐχείρωτοι αὐτοῖς ἐδόκουν εἶναι οἱ διαβεβηκότες Xen. Hell. 5, 3, 4, öfter; im superlat., στρατιὰ ἄτακτος τοῖς πολεμίοις εὐχειρωτότατον (f. L. ist εὐχειρότατον) Oec. 8, 4, wie Cyr. 1, 6, 36; τοὺς Ἕλληνας ποιεῖν εὐχειρώτους Pol. 5, 104, 5; a. Sp., wie Plut. Crass. 21. Auch εὐχειρότερος bei D. Cass. 36, 7 ist richtig in εὐχειρωτότερος geändert.
-
4 δυς-χείρωτος
δυς-χείρωτος, schwer zu überwältigen, zu besiegen; superl., Her. 7, 9; Dem. 61, 37; καὶ χαλεπός Plut. Alc. 4; τινί, D. Sic. 5, 34; s. δύςχειρος.
-
5 ἀ-χείρωτος
ἀ-χείρωτος, 1) unbezwungen, Thuc. 6, 10; D. Sic. 18, 24. – 2) nicht von Menschenhänden gepflanzt, φύτευμα Soph. O. C. 703; s. vor.
-
6 ἀχείρωτος
ἀ-χείρωτος, (1) unbezwungen. (2) nicht von Menschenhänden gepflanzt -
7 δυςχείρωτος
δυς-χείρωτος, schwer zu überwältigen, zu besiegen -
8 εὐχείρωτος
εὐ-χείρωτος, leicht zu überwältigen, zu bändigen
См. также в других словарях:
χειρωτός — to be subdued masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρωτός — ή, όν, Α [χειρῶ (II)] (κατά τον Ησύχ.) «εὐάλωτος» … Dictionary of Greek
χειρωτόν — χειρωτός to be subdued masc acc sg χειρωτός to be subdued neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρωτοί — χειρωτός to be subdued masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρωτοῦ — χειρωτός to be subdued masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευχείρωτος — εὐχείρωτος, ον (Α) 1. αυτός που καταβάλλεται εύκολα 2. ευπειθής, υπάκουος 3. εύκολος, ευχερής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χειρωτος (< χειρώ), πρβλ. α χείρωτος, δυσ χείρωτος] … Dictionary of Greek