Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

εὐ-χείρωτος

См. также в других словарях:

  • χειρωτός — to be subdued masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρωτός — ή, όν, Α [χειρῶ (II)] (κατά τον Ησύχ.) «εὐάλωτος» …   Dictionary of Greek

  • χειρωτόν — χειρωτός to be subdued masc acc sg χειρωτός to be subdued neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρωτοί — χειρωτός to be subdued masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρωτοῦ — χειρωτός to be subdued masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευχείρωτος — εὐχείρωτος, ον (Α) 1. αυτός που καταβάλλεται εύκολα 2. ευπειθής, υπάκουος 3. εύκολος, ευχερής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χειρωτος (< χειρώ), πρβλ. α χείρωτος, δυσ χείρωτος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»