-
1 αβροφυης
-
2 αλληλοφυης
-
3 ανδροφυης
-
4 ανθοφυης
-
5 ανθρωποφυης
-
6 αρτιφυης
-
7 αυτοφυης
-
8 αφροφυης
-
9 αφυης
21) лишенный дарований, неспособный, непригодный(πρός τι Plat., Plut. и εἴς τι Anth.)
οὐκ ἀ. Xen., Plat., Plut. — даровитый, одаренный2) тупоумный, глупый Isocr., Arst., Anth.3) негодный, неподходящий, неудобный(λόφος ταῖς δυνάμεσιν ἀ. Polyb.)
4) маленький(ἰχθύς Luc.)
5) простодушный, бесхитростный Soph. -
10 γυναικοφυης
-
11 διφυης
2(pl. n тж. δυφυᾶ)1) имеющий двоякую природу, состоящий из двух существ(μιξοπάρθενος ἔχιδνα Her.; Κένταυροι Soph., Isocr.; Πάν Plat.)
2) двойной, парный(τῶν σπλάγχνων τὰ μὲν μονοφυῆ, τὰ δὲ διφυῆ Arst.; ἱμάτια Plut.; πτέρυγες Anth.)
-
12 δυσφυης
-
13 ελαιοφυης
-
14 εμφυης
-
15 ευρυφυης
-
16 ευφυης
21) разросшийся(κλάδος Eur.)
2) высокий(πτελέη Hom.)
3) хорошо развитой, мощный(μηροί Hom.)
4) цветущий, полный или красивый(πρόσωπον Eur.)
5) стройный, изящный(χορείας βάσις Arph.)
6) (тж. τῇ φύσει εὐ. Arst.) одаренный от природы хорошими качествами, хорошей породы(ἵπποι Xen.; κύνες Arst.)
7) одаренный, способный, даровитый(ποιητής Plut.; πρός τι Plat., Isocr., Plut., εἴς τι Plat. и ποιεῖν τι Aeschin.)
οἱ ευφυεῖς τὰ σώματα καὴ τὰς ψυχάς Plat. — одаренные в физическом и духовном отношениях8) благоприятный, удобный, пригодный(καιρὸς εὐ. πρός τι Arst., Polyb.; τόπος εὐ. παρατάξαι φάλαγγα Plut.)
-
17 ημιφυης
-
18 ιδιοφυης
2τὰ ἰδιοφυῆ Diog.L. — своеобразие природы -
19 ισοφυης
-
20 κακοφυης
См. также в других словарях:
φυῆς — φυή growth fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φύης — Φύη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύης — φύω bring forth aor opt act 2nd sg φύω bring forth aor ind pass 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εριφυής — ἐριφυής, ές (Μ) πολύβλαστος («ἐριφυὴς κριθὴ», Μιχ. Ακομ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. μόριο ερι + φυής (< φύω), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. αυτο φυής, ευ φυής)] … Dictionary of Greek
ευθυφυής — εὐθυφυής, ές (Α) αυτός που φύεται ή βλαστάνει κατευθείαν, χωρίς κλίση ή καμπυλότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + φυής (< πιθ. *φύος, το < φύομαι), πρβλ. αυτο φυής, ιδιο φυής] … Dictionary of Greek
ευρυφυής — εὐρυφυής, ές (Α) (για το κριθάρι) αυτός που φύεται σε πλάτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + φυής (< ουσ. φυή ή φύος < φύομαι), πρβλ. ιδιο φυής, μεγαλο φυής] … Dictionary of Greek
ευφυής — ές (ΑΜ εὐφυής, ές) αυτός που έχει οξεία αντίληψη, μεγάλη πνευματική ικανότητα, εύστροφος, έξυπνος («η σκέψη του ήταν ευφυέστατη») μσν. ταιριαστός αρχ. 1. αυτός που έχει καλή διάπλαση, καλοφτιαγμένος, καλοσχηματισμένος («πόδας εὐφυεῑς», Αριστοτ.)… … Dictionary of Greek
ημιφυής — ἡμιφυής, ές (Α) (για φυτά) αυτός που έχει φυτρώσει ή αναπτυχθεί λίγο, ο μισοφυτρωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + φυης (< φύος), πρβλ. δı φυής, ευ φυής] … Dictionary of Greek
ιδιοφυής — ές (Α ἰδιοφυής, ές) νεοελλ. αυτός που έχει έμφυτη ικανότητα για εξαιρετική επίδοση σε κάτι αρχ. 1. αυτός που έχει δική του, ξεχωριστή ποιότητα («ἰδιοφυεῑς σάλπιγγες», Διόδ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) Τὰ ἰδιοφυῆ τίτλος έργου τού Αρχελάου. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
ινδοφυής — ἰνδοφυής, ές (Μ) αυτός που φύεται στην Ινδία. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ἰνδός + φυής (< φύος, το), πρβλ. ιδιο φυής, μεγαλο φυής] … Dictionary of Greek
ιπποφυής — ἱπποφυής, ές (Μ) αυτός που έχει φύση ίππου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + φυής (< φυή ή φύος < φύομαι), πρβλ. ανθρωπο φυής, ορνιθο φυής] … Dictionary of Greek