-
1 φώνως
φῶνοςadverbialφῶνοςmasc /fem acc pl (doric) -
2 αφωνως
-
3 ευφωνως
-
4 ομοφωνως
-
5 зачитывать
зачитывать Iнесов1. (оглашать) διαβάζω φωναχτά, ἀναγι(γ)νώσκω μεγαλο-φώνως·2. разг:\зачитывать книгу οίκειοποιοῦμαι (или ἰδιοποιούμαι) τό βιβλίο.зачитывать IIнесов1. λογαριάζω, καταχωρώ, καταλογίζω:\зачитывать долг καταχωρώ τό χρέος·2. (ставить зачет) βαθμολογώ στίς ἐξετάσεις. -
6 сообразно
сообразн||онареч σύμφωνα μέ, συμ-φώνως προς, ἀνάλογα:поступать \сообразно с законом ἐνεργώ σύμφωνα μέ τόν νόμο. -
7 ἰσχνόφωνος
ἰσχνό-φωνος, ον,A thin-voiced, weak-voiced, Phld. Po.2.25, Gal.17(1).186; of Isocrates, Plu.2.837a; of partridges, Antig.Mir.6; but,II having an impediment in one's speech (connected by the Greeks with ἴσχω), οἱ ἰ... ἴσχονται τοῦ φωνεῖν Arist.Pr. 903a38
, cf. 895a15, 905a21, AB100;ἰ. καὶ τραυλός Hdt.4.155
, cf. Hp.Epid.1.19;ἰ. καὶ βραδύγλωσσος LXXEx.4.10
, cf. Ezek. Exag. 114; also of metals, etc.,χρυσὸς καὶ λίθος ὑπὸ πληρότητος ἰ. καὶ δυσηχῆ Plu.2.721c
: metaph., ἡ φιλία ἰ. γέγονεν ἐν τῷ παρρησιάζεσθαι ib.89b. Adv. - φώνως Zos.Alch.p.108B.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰσχνόφωνος
См. также в других словарях:
φώνως — φῶνος adverbial φῶνος masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)