Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

εὐ-φύλακτος

См. также в других словарях:

  • φυλακτός — capable of being preserved masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλακτός — ή, όν, Α [φυλάσσω] 1. αυτός που μπορεί να περιφρουρηθεί, να προστατευτεί («φυλακτὸν ἡ ὑγεία», Αλέξ. Αφρ.) 2. αυτός τον οποίον αξίζει κανείς να φυλάγει, να προσέχει, αξιόλογος …   Dictionary of Greek

  • φυλακτά — φυλακτός capable of being preserved neut nom/voc/acc pl φυλακτά̱ , φυλακτός capable of being preserved fem nom/voc/acc dual φυλακτά̱ , φυλακτός capable of being preserved fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλακτόν — φυλακτός capable of being preserved masc acc sg φυλακτός capable of being preserved neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλακτῆς — φυλακτός capable of being preserved fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλακτή — φυλακτός capable of being preserved fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλακτῶς — φυλακτός capable of being preserved adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλακτῷ — φυλακτός capable of being preserved masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοφύλακτος — I (; – 843). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας και επίσκοπος Νικομήδειας. Με προτροπή του πατριάρχη Ταρασίου μόνασε στον Πόντο και μετά από επιτυχή δοκιμασία χειροτονήθηκε μητροπολίτης. Διακρίθηκε για τη μεγάλη φιλανθρωπική του δραστηριότητα.… …   Dictionary of Greek

  • ευφύλακτος — εὐφύλακτος, ον (Α) 1. αυτός που φυλάγεται ή φρουρείται εύκολα (α. «εὐφύλακτος ἡ καρδία» η καρδιά είναι καλά προφυλαγμένη, Αριστοτ. β. «εὐφυλακτότερον τὸ ὕδωρ τοῡ ἀέρος» το νερό συγκρατείται πιο εύκολα από τον αέρα, Αριστοτ.) 2. φρ. α) «εὐφύλακτός …   Dictionary of Greek

  • καιροφυλακτώ — (AM καιροφυλακτῶ, έω) περιμένω την κατάλληλη ευκαιρία για να κάνω κάτι, παραμονεύω, καιροσκοπώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < καιρός + φυλακτῶ (< φύλακτος < φυλάσσω), πρβλ. α φυλακτώ, τειχο φυλακτώ] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»