-
1 φωνία
φωνίονneut nom /voc /acc pl -
2 παρα-φωνία
παρα-φωνία, ἡ, Nebenton, der mitklingende Ton, wie die Octave, s. Böckh comm. de metr. Pind. p. 254. – Mißton (?).
-
3 πολυ-φωνία
πολυ-φωνία, ἡ, Vieltönigkeit, Plut. Symp. 5, 2 M.
-
4 συμ-φωνία
συμ-φωνία, ἡ, wie συμφώνησις, das Zusammenstimmen, -klingen, der Einklang, Plat. Conv. 187 b; ξυμφωνίᾳ τινὶ καὶ ἁρμονίᾳ προςέοικε, Rep. IV, 430 e, u. öfter, auch übertr. – In der alten Musik: 1) die drei Consonanzen der Quarte, Quinte u. Octave, διὰ τεσσάρων, διὰ πέντε, διὰ πασῶν, sc. χορδῶν, die dah. zusammen τὰ σύμφωνα heißen, wäh-rend die übrigen Intervalle, welche zur ἐμμέλεια gehören, ἐμμελῆ genannt werden, vgl. Plut. de ει ap. Delph. 10. – 2) ein Concert (von mehrern Stimmen oder Instrumenten im Einklang), μετὰ κερατίου καὶ συμφωνίας, Pol. 26, 10, 5.
-
5 τρᾱχυ-φωνία
τρᾱχυ-φωνία, ἡ, rauhe Aussprache, Eust. 629, 30.
-
6 ταὐτο-φωνία
ταὐτο-φωνία, ἡ, Gleichtönigkeit, Sp.
-
7 χρηστο-φωνία
χρηστο-φωνία, ἡ, gute Stimme, Sprache, sp. Medic.
-
8 βραχυ-φωνία
βραχυ-φωνία, ἡ, schwache Stimme, Polyaen. 1, 21, 2.
-
9 κενο-φωνία
κενο-φωνία, ἡ, leere, vergebliche Rede, Sp., wie Diosc. prooem. lib. 1; VLL. erklären ματαιοφωνία.
-
10 κακο-φωνία
κακο-φωνία, ἡ, üble Stimme, Mißklang; ἡ τοῦ ὀνόματος κακ. Strab. XIII p. 618; Sp.
-
11 καλλι-φωνία
καλλι-φωνία, ἡ, schöne Sprache, Wohllaut; D. Hal. rhet. 1, 5 Luc. Pisc. 22 u. a. Sp.
-
12 γλυκυ-φωνία
γλυκυ-φωνία, ἡ, süße Stimme, Rede, D. Sic. 3, 68; Poll. 2, 113.
-
13 εὐρυ-φωνία
εὐρυ-φωνία, ἡ, = εὐρυστομία, Eust.
-
14 εὐ-φωνία
εὐ-φωνία, ἡ, schöne, gute Stimme, Xen. Mem. 3, 3, 13; Arist. de audit. p. 802, 2 u. Sp. Wohllaut der Rede, D. Hal. u. a. Rhett.
-
15 βαρυ-φωνία
βαρυ-φωνία, ἡ. tiefe Stimme, Hippocr.; Arist. gen. an. 5, 7; Alexis Poll. 2, 112.
-
16 βαρβαρο-φωνία
βαρβαρο-φωνία, ἡ, = βαρβαροστομία, Sp.
-
17 ματαιο-φωνία
ματαιο-φωνία, ἡ, thörichte Rede, VLL.
-
18 δυς-φωνία
-
19 μικρο-φωνία
μικρο-φωνία, ἡ, kleine, schwache Stimme, Sp.
-
20 μεγαλο-φωνία
μεγαλο-φωνία, ἡ, große, d. i. starke, laute Sprache, D. Sic. 16, 92 Luc. hist. conscr. 8.
См. также в других словарях:
φωνία — φωνίον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καινοφωνία — η (AM καινοφωνία) η χρήση ασυνήθιστων ή και παράδοξων λέξεων ή εκφράσεων, το να μιλά κανείς με νέο, με ασυνήθιστο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + φωνία (< φωνος < φωνή), πρβλ. καλλι φωνία, συμ φωνία] … Dictionary of Greek
ορθοφωνία — η 1. η ορθή και ευκρινής προφορά τών λέξεων 2. μέθοδος με την οποία διορθώνονται τα φωνητικά ελαττώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + φωνία (< φωνος < φωνή), πρβλ. μονο φωνία. Η λ. μαρτυρείται από το 1830 στον Κ. Οικονόμο] … Dictionary of Greek
χρηστοφωνία — ἡ, Α ωραία φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρηστός + φωνία (< φωνος < φωνή), πρβλ. κακο φωνία] … Dictionary of Greek
αλεκτοροφωνία — ἀλεκτοροφωνία, η (AM) 1. φωνή, λάλημα κόκορα 2. το χρονικό διάστημα από τα μεσάνυχτα μέχρι τα χαράματα, οπότε λαλούν οι πετεινοί (για τους αρχαίους η τρίτη «φυλακή» τής νύχτας). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλέκτωρ ορος + φωνία < φωνος < φωνή] … Dictionary of Greek
κρυπτοφωνία — η κλάδος που ασχολείται με την επεξεργασία τής ομιλίας κάνοντας χρήση τής ηλεκτρονικής τεχνικής με σκοπό την επίτευξη ασφάλειας και μυστικότητας κατά τη μετάδοση προφορικών μηνυμάτων με ενσύρματα ή ασύρματα τηλεπικοινωνιακά μέσα. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
ραδιοτηλεόραση — η, Ν η ραδιοφωνία και η τηλεόραση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ραδιο φωνία* + τηλεόραση*] … Dictionary of Greek
σημειοφωνία — η, Ν (ψυχ.) θεραπευτική μέθοδος τών διαταραχών τού προφορικού και γραπτού λόγου με τη χρησιμοποίηση ειδικού οργάνου, τού σημειοφώνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σημείο + φωνία (< φωνή). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Π. Χιώτη] … Dictionary of Greek
στερεοφωνία — Τεχνική λήψης, εγγραφής και αναπαραγωγής του ήχου, που αποβλέπει να δώσει στον ακροατή την αίσθηση της κατανομής στο χώρο των αρχικών ηχητικών πηγών. Η σ. βασίζεται επί της αρχής του εντοπισμού της ηχογόνου πηγής, δηλαδή επί του φαινόμενου της… … Dictionary of Greek
τηλεφωνία — η, Ν τηλεπ. 1. βασικό σύστημα τηλεπικοινωνίας κατά την οποία γίνεται μετάδοση πληροφοριών υπό μορφή προφορικού λόγου 2. το σύνολο τών τηλεφωνικών εγκαταστάσεων μιας περιοχής 3. φρ. α) «ασύρματη τηλεφωνία» σύστημα τηλεφωνίας χωρίς τη χρήση… … Dictionary of Greek
asymphony — aˈsymphony ? Obs. [ad. Gr. ἀσυµϕωνία, f. ἀσύµϕωνος inharmonious: see symphony.] Want of harmony, discord. in Blount Glossogr … Useful english dictionary