-
1 ατυχως
-
2 επιτυχως
-
3 ευτυχως
См. также в других словарях:
ευτυχαποστέλλω — εὐτυχαποστέλλω (Μ) κατευοδώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ τυχώς + απο στέλλω] … Dictionary of Greek
1 ατυχως
2 επιτυχως
3 ευτυχως
ευτυχαποστέλλω — εὐτυχαποστέλλω (Μ) κατευοδώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ τυχώς + απο στέλλω] … Dictionary of Greek