-
1 τυπωτός
-
2 τυπωτός
τυπωτός, geformt, gebildet, abgedrückt -
3 τυπωτός
A fashioned, moulded, Lyc.262.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τυπωτός
-
4 εὐ-παρα-τύπωτος
εὐ-παρα-τύπωτος, leicht zu verprägen, zu verfälschen, αἰσϑητήρια M. Anton. 5, 33.
-
5 εὐ-τύπωτος
εὐ-τύπωτος, was einen Eindruck, ein Gepräge leicht annimmt, Sp., wie Plut. Symp. prooem. 4, καϑάπερ σφραγῖδι φιλίας εὐτυπωτάτων καὶ ἁπαλῶν διὰ τὸν οἶνον ὄντων ( τῶν πινόντων).
-
6 εὐ-δια-τύπωτος
εὐ-δια-τύπωτος, leicht auszuprägen, auszudrücken, Eust.
-
7 δυς-δια-τύπωτος
δυς-δια-τύπωτος, schwer auszubilden, Sp.
-
8 νεο-μορφο-τύπωτος
νεο-μορφο-τύπωτος, neugestaltet, in neuer Form, Maneth. 4, 305.
-
9 ἀ-τύπωτος
ἀ-τύπωτος, ungeformt, unausgebildet, καὶ ἄμορφος Plut. Symp. 2, 3, 2; Ael. N. A. 2, 19.
-
10 ἀ-δια-τύπωτος
ἀ-δια-τύπωτος, ungestaltet, D. Sic. 1, 10, Phil., Sn.
-
11 ἀλλο-τύπωτος
ἀλλο-τύπωτος, von anderen gebildet, Maneth. 4, 75.
-
12 ὁμοιο-τύπωτος
ὁμοιο-τύπωτος, ähnlich, gleich gebildet, Sp.
-
13 τυπωτή
τυπωτόςfashioned: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
14 ατυπωτος
-
15 ευτυπωτος
-
16 τυπωτήν
τυπωτήςone who forms: masc acc sg (attic epic ionic)τυπωτόςfashioned: fem acc sg (attic epic ionic) -
17 δυστύπωτος
A not easily taking an impress, Id.1.322.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυστύπωτος
-
18 εὐπαρατύπωτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐπαρατύπωτος
-
19 ἀδιατύπωτος
ἀδια-τύπωτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀδιατύπωτος
-
20 ἀλλοτύπωτος
ἀλλο-τύπωτος, ον,A differently formed, Man.4.75.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλλοτύπωτος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
τυπωτός — ή, όν, Α [τυπῶ] αυτός που έλαβε τύπο ή σχήμα, κυρίως με πίεση, τυπωμένος … Dictionary of Greek
τυπωτή — τυπωτός fashioned fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοτύπωτος — θεοτύπωτος, ον (Μ) ο τυπωμένος, ο σχηματισμένος από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + τύπωτος (< τυπώ < τύπος), πρβλ. α δια τύπωτος, ευ τύπωτος] … Dictionary of Greek
αλλοτύπωτος — ἀλλοτύπωτος, ον (Α) ο σχηματισμένος διαφορετικά, αυτός που έχει πάρει άλλη μορφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο * + τυπωτός < τυπῶ) (όω)] … Dictionary of Greek
τυπωτήν — τυπωτής one who forms masc acc sg (attic epic ionic) τυπωτός fashioned fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)