Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

εὐ-τύπωτος

См. также в других словарях:

  • τυπωτός — ή, όν, Α [τυπῶ] αυτός που έλαβε τύπο ή σχήμα, κυρίως με πίεση, τυπωμένος …   Dictionary of Greek

  • τυπωτή — τυπωτός fashioned fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοτύπωτος — θεοτύπωτος, ον (Μ) ο τυπωμένος, ο σχηματισμένος από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + τύπωτος (< τυπώ < τύπος), πρβλ. α δια τύπωτος, ευ τύπωτος] …   Dictionary of Greek

  • αλλοτύπωτος — ἀλλοτύπωτος, ον (Α) ο σχηματισμένος διαφορετικά, αυτός που έχει πάρει άλλη μορφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο * + τυπωτός < τυπῶ) (όω)] …   Dictionary of Greek

  • τυπωτήν — τυπωτής one who forms masc acc sg (attic epic ionic) τυπωτός fashioned fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»