-
1 ταρακτός
-
2 ταρακτός
ταρακτόςdisturbed: masc nom sg -
3 ταρακτός
ταρακτός, beunruhigt, verwirrt -
4 ταρακτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταρακτός
-
5 πολυ-τάρακτος
πολυ-τάρακτος, sehr beunruhigt, πολυτάρακτον βοῶν Ach. Tat. 1, 13.
-
6 εὐ-τάρακτος
εὐ-τάρακτος, leicht zu beunruhigen, zu erschrecken, Plut. Arat. 10.
-
7 ἀ-τάρακτος
ἀ-τάρακτος, nicht verwirrt, nicht beunruhigt, unerschütterlich, Plat. Tim. 47 c Xen. Cyr. 2, 1, 31; von keiner Leidenschaft bewegt, ἀταρακτότερος M. Anton. 4, 24; nicht beunruhigend, Xen. de re equ. 7, 10.
-
8 ταρακτόν
ταρακτόςdisturbed: masc acc sgταρακτόςdisturbed: neut nom /voc /acc sg -
9 ταρακτήν
ταρακτόςdisturbed: fem acc sg (attic epic ionic) -
10 αταρακτος
21) не приведенный в замешательство, хладнокровный, непоколебимый(στρατιωτικοί Xen.)
2) астр. ничем не возмущаемый(αἱ ἐν οὐρανῷ περιφοραί Plat.)
3) невозмутимый, спокойный Xen. etc. -
11 ευταρακτος
-
12 πολυτάρακτος
A much-disturbed, Ach.Tat.1.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυτάρακτος
-
13 ἀτάρακτος
ἀ-τάρακτος, nicht verwirrt, nicht beunruhigt, unerschütterlich; von keiner Leidenschaft bewegt; nicht beunruhigend -
14 εὐτάρακτος
εὐ-τάρακτος, leicht zu beunruhigen, zu erschrecken -
15 πολυτάρακτος
См. также в других словарях:
ταρακτός — disturbed masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταρακτός — ή, ό / ταρακτός, ή, όν, ΝΑ, και ταραχτός, ή, ό, Ν [ταράσσω] αυτός που επιδέχεται ανατάραξη ή αυτός που υπόκειται ανατάραξη νεοελλ. αυτός που παρασκευάζεται με ανατάραξη («ταραχτά αβγά») … Dictionary of Greek
ταρακτόν — ταρακτός disturbed masc acc sg ταρακτός disturbed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταρακτήν — ταρακτός disturbed fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευτάρακτος — εὐτάρακτος, ον (Α) αυτός που ταράσσεται, που θορυβείται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ταρακτός (< ταράσσω] … Dictionary of Greek
πολυτάρακτος — ον, Α 1. ο πολύ ταραγμένος ή αυτός που ταράζεται πολύ 2. (το ουδ. ως επίρρ.) πολυτάρακτον με μεγάλη ταραχή και, κυρίως, με πολλές ή δυνατές φωνές («ἐξῆρχε τοῦ θρόνου ὁ πατὴρ πολυτάρακτον βοῶν», Αχ. Τάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τάρακτος (<… … Dictionary of Greek
ταραχτός — ή, ό, Ν βλ. ταρακτός … Dictionary of Greek