-
1 προ-τελίζω
προ-τελίζω, = προτελέω, Ἀρτέμιδι προτελίζουσι τὴν νεανίδα, Eur. I. A. 433, vor der Hochzeit einweihen.
-
2 προ-ευ-τελίζω
προ-ευ-τελίζω, vorher gering achten, Sp., z. B. Schol. Ar. Av. 685.
-
3 κατ-ευ-τελίζω
κατ-ευ-τελίζω, verstärktes εὐτελίζω, Plut. non posse suav. vivi sec. Epic. 15 u. a. Sp.
-
4 εὐ-τελίζω
-
5 δι-ευ-τελίζω
δι-ευ-τελίζω, ganz gering achten, Ael. V. H. 14, 49.
-
6 ἐξ-ευ-τελίζω
ἐξ-ευ-τελίζω, verstärktes simplex; Ath. XI, 494 c Plut. Alex. 28 u. a. Sp.
-
7 εντελίζει
-
8 ἐντελίζει
-
9 τέλισμα
-
10 ευτελιζω
-
11 προτελιζω
подготовлять предварительным жертвоприношениемἈρτέμιδι π. τέν νεάνιδα Eur. — приготовить девушку (к бракосочетанию) путем жертвоприношения Артемиде
-
12 κατευτελίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατευτελίζω
-
13 προευτελίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προευτελίζω
-
14 διευτελίζω
-
15 εὐτελίζω
εὐ-τελίζω, gering achten, schlecht machen -
16 προευτελίζω
-
17 προτελίζω
См. также в других словарях:
ἐντελίζει — ἐν τελίζω pres ind mp 2nd sg ἐν τελίζω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)