-
1 εὐ-τείχητος
εὐ-τείχητος, dasselbe, Φρυγίη H. h. Ven. 112.
-
2 ευτειχητος
-
3 εὐτείχεος,
εὐ-τείχεος, u. εὐ-τειχής, ές, u. εὐ-τείχητος, u. εὐ-τείχιστος, u. εὔ-τειχος, mit guten Mauern versehen, stark ummauert, wohl befestigt -
4 εὐτειχής
εὐ-τείχεος, u. εὐ-τειχής, ές, u. εὐ-τείχητος, u. εὐ-τείχιστος, u. εὔ-τειχος, mit guten Mauern versehen, stark ummauert, wohl befestigt
См. также в других словарях:
τειχητός — ή, όν, Α [τειχῶ] οχυρωμένος με τείχος … Dictionary of Greek
τείχος — Κτίσμα από διάφορα υλικά, που χρησιμεύει για την άμυνα των πόλεων ή κατοικημένων τόπων. Ήδη από τους προϊστορικούς οικισμούς υπήρχαν, για αμυντικούς σκοπούς, χαρακώματα και αναχώματα, αλλά πραγματικά τ. εμφανίζονται στην Ελλάδα κατά τη 2η… … Dictionary of Greek