Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

εὐ-ταξία

См. также в других словарях:

  • ταξία — η, Ν βιολ. η τάξη …   Dictionary of Greek

  • τάξη — Στην κοινωνιολογία κοινωνική τ. ονομάζεται το σύνολο προσώπων, που διαδραματίζουν τον ίδιο ρόλο στην παραγωγή και τα οποία έχουν ως προοδευτική πορεία της παραγωγής τις ίδιες απέναντι άλλων προσώπων σχέσεις, που εκφράζονται και στα πράγματα, στα… …   Dictionary of Greek

  • -taxy — ˈtaksē, si noun combining form ( es) Etymology: Greek taxia, from taktos (verbal of tassein to arrange, order) + ia y more at tactics : taxis epitaxy …   Useful english dictionary

  • anthotaxy — Bot. rare. (ˈænθəʊtæksɪ) [f. as prec. + ταξία arrangement, f. τάσσ ειν to arrange.] Arrangement of flowers according to their inflorescence. Gray Bot. Text bk. 141 …   Useful english dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»