-
1 παν-σχήμων
παν-σχήμων, ον, = Vorigem, Theol. arithm. p. 8.
-
2 πορφυρο-σχήμων
πορφυρο-σχήμων, ον, mit purpurnem Anzuge, Polyaen. 4, 3, 24, zw.
-
3 πολυ-σχήμων
πολυ-σχήμων, ονος, vielgestaltig, Sp.; auch adv. πολυσχημόνως, Poll. 4, 98.
-
4 τοιουτο-σχήμων
τοιουτο-σχήμων, ονος, = Vorigem, Eust. zu D. Per. 175.
-
5 καινο-σχήμων
καινο-σχήμων, ον, od. καινό-σχημος, nur im neutr. καινόσχημον, neugestaltet, ungewöhnlich, Schol. Soph. Ai. 1398, Eust.
-
6 κακο-σχήμων
κακο-σχήμων, ον, von schlechtem Anstand, unschicklich, ψυχὴν ἀτιμότατα καὶ κακοσχημονέστατα διατιϑείς Plat. Legg. V, 728 b.
-
7 εὐ-σχήμων
εὐ-σχήμων, ον, von guter Gestalt, guter Haltung, gutem Aeußern, anständig, dem ἀσχήμων entgeggstzt, Plat. Legg. VII, 797 b; καὶ καλός Rep. III, 401 c; τὰ εὐσχ. καὶ νόμιμα Phaedr. 252 a; ἵνα οἱ λόγοι εὐσχημονέστεροι ὑμῖν φαίνωνται Prot. 338 a; vgl. Eur. Hipp. 490; λέγειν εὐσχήμονα Arist. Eth. 4, 14, wo der gute äußere Schein bes. hervorgehoben wird; s. auch Dem. 60, 9; ἀπόκρισις Plat. Ep. VII, 329 a; εἴς τινα, Eur. Med. 584; Pol. u. a. Sp. oft. – Adv. εὐσχημόνως, anständig, κατακλίνειν Ar. Vesp. 1210; καὶ καλῶς οἰνοχοεῖν Xen. Cyr. 1, 3, 8; φέρειν τὰς τύχας Arist. Eth. 1, 11, mit Anstand.
-
8 μεγαλο-σχήμων
μεγαλο-σχήμων, ον, = Vorigem, τιμή, Aesch. Prom. 406.
-
9 έτερο-σχήμων
έτερο-σχήμων, ον, von anderer Gestalt, Theophr.; Luc. hist. conscr. 51.
-
10 ἀ-σχήμων
-
11 ἁπλο-σχήμων
ἁπλο-σχήμων, ον (σχῆμα), von einfacher Gestalt, Bildung, Strab.
-
12 ὁμο-σχήμων
ὁμο-σχήμων, ον, gleichgestaltig, Sp.
-
13 ὁμοιο-σχήμων
ὁμοιο-σχήμων, ον, von ähnlicher, gleicher Gestalt, Haltung, Stellung, Arist. Anal. pr. 1, 5 u. Folgde.
-
14 ὁμοιοσχήμων
A of like form, Democr. (?) ap. Placit.4.19.3, Arist.APr. 27b11, Thphr.HP4.2.4, Epicur.Ep.1p.9U., Id.Nat.Herc.1420.3, D.H.Comp.26, Ptol.Tetr. 104, etc. Adv. . (The form ὁμοιόσχημος, ον, is doubtful: - σχημον neut. sg. in Antyll. ap. Orib.44.23.41, Simp. in Cat.430.25 can be referred to masc. - σχήμων ; acc. masc. (fem.) - σχήμον' (with elision of α) is prob. in Corn.ND17, Phlp.in Mete. 20.29 ; - σχήμων ὄντων in Id.in Ph.662.30 is v.l. for -σχημόνων ὄντων.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁμοιοσχήμων
-
15 ἀλλοιό-σχημος
ἀλλοιό-σχημος, Sext. Emp., = ἀλλοιο-σχήμων, Diog. L. 10, 74, anders gestaltet.
-
16 αλλοιοσχημων
-
17 ασχημων
2, gen. ονος досл. безобразный, некрасивый, перен. непристойный, неподобающий, постыдный Eur., Her., Plat., Arst., Plut. -
18 ετεροσχημων
-
19 ευσχημων
2, gen. ονος1) благопристойный, полный достоинства(ἀνήρ Plat.; λόγος Eur., Arst.; πρᾶγμα Aeschin.)
2) красивый, прекрасный, благородной внешности(πῶλος Xen.)
3) почтенный, уважаемый(γυναῖκες NT.)
4) благовидный(ἀπόκρισις Plat.; πρόφασις Plut.)
5) притворный, лицемерный(εἴς τινα Eur.)
-
20 μεγαλοσχημων
См. также в других словарях:
ετεροσχήμων — ἑτεροσχήμων, ὁ (Α) 1. αυτός που έχει διαφορετικό σχήμα, ο ετερόσχημος 2. αυτός που έχει αλλοιωμένο ή διεστραμμένο το σχήμα. επίρρ... ἑτεροσχημόνως (Α) με διαφορετικό ή αλλοιωμένο σχήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + σχήμων (< σχήμα), πρβλ. πολυ… … Dictionary of Greek
ευσχήμων — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Διετέλεσε επίσκοπος στη Λάμψακο της Μικράς Ασίας. Η μνήμη του τιμάται στις 14 Μαρτίου. * * * εὐσχήμων, ον (ΑΜ) 1. αυτός που έχει ωραίο σχήμα, ωραία εμφάνιση 2. ευπρεπής, κόσμιος στην εμφάνιση και στη… … Dictionary of Greek
καινοσχήμων — καινοσχήμων, όσχημον (AM) (μόνο στο ουδ.) καινόσχημον αυτό που σχηματίστηκε με νέο ή ιδιάζοντα τρόπο, που έλαβε νέο, ασυνήθιστο σχήμα («καινόσχημόν ἐστι κατὰ σύνταξιν», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + σχήμων (< σχῆμα), πρβλ. ευ σχήμων, μεγαλο… … Dictionary of Greek
κακοσχήμων — κακοσχήμων, όσχημον (Α) απρεπής, άτοπος. επίρρ... κακοσχημόνως (Α) με κακοσχήμονα τρόπο, όχι κόσμια, κακώς, απρεπώς, ατόπως. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + σχήμων (< σχῆμα), πρβλ. απλο σχήμων, καινο σχήμων] … Dictionary of Greek
μικροσχήμων — μικροσχήμων, μικρόσχημον (Μ) μικρόσχημος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + σχήμων (< σχῆμα), πρβλ. ευ σχήμων, μεγαλο σχήμων] … Dictionary of Greek
άσχημος — και άσκημος, η, ο (AM ἄσχημος, ον) Ι. αυτός που δεν έχει ωραία εμφάνιση, δύσμορφος μσν. νεοελλ. 1. δυσάρεστος, δυσμενής («άσχημα μαντάτα») 2. (για λόγια) προσβλητικός, υβριστικός 3. (για παράπτωμα) σοβαρός νεοελλ. 1. φοβερός, οικτρός 2. κακός,… … Dictionary of Greek
λευκοσχήμων — λευκοσχήμων, ὁ, ἡ (Α) άσπρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + σχήμων (< σχῆμα), πρβλ. κακο σχήμων] … Dictionary of Greek
μεγαλοσχήμων — ον (Α μεγαλοσχήμων, ον) (για μοναχό) μεγαλόσχημος* αρχ. μεγαλοπρεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + σχήμων (< σχῆμα), πρβλ. ευ σχήμων] … Dictionary of Greek
ομοιοσχήμων — ὁμοιοσχήμων, ον (Α) αυτός που έχει το ίδιο σχήμα με κάποιον άλλο, ομοιόσχημος. επίρρ... ὁμοιοσχημόνως (ΑΜ) με την ίδια μορφή, στο ίδιο σχήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + σχήμων (< σχῆμα), πρβλ. μεγαλο σχήμων] … Dictionary of Greek
ομοσχήμων — ὁμοσχήμων, ον (Α) αυτός που έχει το ίδιο σχήμα, την ίδια μορφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + σχήμων (< σχῆμα), πρβλ. μεγαλο σχήμων] … Dictionary of Greek
πανσχήμων — ον, Α αυτός που έχει κάθε είδους σχήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + σχήμων (< σχῆμα), πρβλ. μεγαλο σχήμων] … Dictionary of Greek