Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

εὐ-συν-άγωγος

См. также в других словарях:

  • ευσυνάγωγος — εὐσυνάγωγος, ον (Α) ο κατάλληλος για συγκέντρωση («τόπος εὐσυνάγωγος τοῑς πεμπομένοις», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + συν αγωγός (< συν άγω)] …   Dictionary of Greek

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • καταγωγία — καταγωγία, ἡ (Α) πανδοχείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αγωγία (< ἀγωγός), πρβλ. αν αγωγία, συν αγωγία] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»