-
1 ασυλλογιστος
21) неисчислимый, непостижимый(πρὸς ἀνθρωπίνην φρόνησιν Plut.)
2) неразумный, безрассудный(παιδαριώδης καὴ ἀ. Polyb.)
3) непоследовательный, нелогичный(λόγοι, τρόποι Arst.)
-
2 ευσυλλογιστος
1 ασυλλογιστος
(πρὸς ἀνθρωπίνην φρόνησιν Plut.)
(παιδαριώδης καὴ ἀ. Polyb.)
(λόγοι, τρόποι Arst.)
2 ευσυλλογιστος