-
1 σκεπαστός
σκεπαστός, bedeckt, verhüllt, Sp.
-
2 σκεπαστός
σκεπαστόςcovered: masc nom sg -
3 σκεπαστός
σκεπαστός, bedeckt, verhüllt -
4 σκεπαστός
η, ό1) накрытый, покрытый; укрытый; 2) крытый, имеющий крышу, навес; 3) прикрытый, замаскирован- ный; 4) заслонённый, закрытый, защищённый; 5) заглушённый (о звуке) -
5 σκεπαστός
[скэпастос] επ. закрытый, покрытый, прикрытый, укрытый, защищенный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σκεπαστός
-
6 σκεπαστός
[скэпастос] επ закрытый, покрытый, прикрытый, укрытый, защищенный. -
7 σκεπαστός
A covered, σ. (sc. κλισία), ἡ, shed, covered sheep-fold, Eust.1165.52, 1957.57: σκεπαστόν, τό, tilted wagon, Aq.Nu.7.3, Is.66.20.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκεπαστός
-
8 εὐ-σκέπαστος
εὐ-σκέπαστος, gut bedeckt, gut beschützt, sicher, τὴν πυκνότητα τῆς ξυγκλήσεως εὐσκεπαστότατον εἶναι Thuc. 5, 71, sei der beste Schutz; vgl. D. Cass. 49, 30.
-
9 ἀ-σκέπαστος
ἀ-σκέπαστος, unbedeckt, Sp., z. B. Geop.
-
10 σκεπαστόν
σκεπαστόςcovered: masc acc sgσκεπαστόςcovered: neut nom /voc /acc sg -
11 σκεπαστή
σκεπαστόςcovered: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
12 σκεπαστά
σκεπαστά̱, σκεπαστήςshelterer: masc nom /voc /acc dualσκεπαστήςshelterer: masc voc sgσκεπαστήςshelterer: masc nom sg (epic)σκεπαστόςcovered: neut nom /voc /acc plσκεπαστά̱, σκεπαστόςcovered: fem nom /voc /acc dualσκεπαστά̱, σκεπαστόςcovered: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
13 ευσκεπαστος
2дающий хорошее убежище, хорошо защищающий(ἥ πυκνότης τῆς ξυγκλῄσεως Thuc.)
-
14 σκεπασμένος
η, ο см. σκεπαστός -
15 σκεπασταί
σκεπαστήςshelterer: masc nom /voc plσκεπαστόςcovered: fem nom /voc pl -
16 σκεπαστώ
-
17 σκεπαστῷ
-
18 σκεπαστάς
σκεπαστά̱ς, σκεπαστήςshelterer: masc acc plσκεπαστά̱ς, σκεπαστήςshelterer: masc nom sg (epic doric aeolic)σκεπαστά̱ς, σκεπαστόςcovered: fem acc pl -
19 σκεπαστήν
σκεπαστήςshelterer: masc acc sg (attic epic ionic)σκεπαστόςcovered: fem acc sg (attic epic ionic) -
20 ἀσκέπαστος
ἀ-σκέπαστος od. ἀ-σκέπαστρος od. ἀ-σκεπής od. ἄ-σκεπος, unbedeckt
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σκεπαστός — covered masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκεπαστός — ή, ό / σκεπαστός, ή, όν, ΝΜΑ [σκεπάζω] 1. αυτός ο οποίος έχει σκέπασμα, που έχει σκεπαστεί, σκεπασμένος, καλυμμένος 2. (για χώρο) αυτός που έχει στέγη, που έχει στεγαστεί, στεγασμένος νεοελλ. 1. μτφ. α) αυτός που συγκαλύπτεται, που δεν… … Dictionary of Greek
σκεπαστός — ή, ό 1. σκεπασμένος: Έβαλε το φαγητό σε μια σκεπαστή σουπιέρα για να μην το λερώσουν μύγες. 2. συγκαλυμμένος, όχι σαφής: Τα είπε σκεπαστά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκεπαστόν — σκεπαστός covered masc acc sg σκεπαστός covered neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκεπαστή — σκεπαστός covered fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκεπαστῷ — σκεπαστός covered masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θολοσκέπαστος — η, ο αυτός που έχει θολωτή σκεπή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θόλος + σκεπαστος < σκεπάζω (πρβλ. ανθο σκέπαστος, ολο σκέπαστος). Η λ. μαρτυρείται από το 1862 στον Σκαρλάτο Βυζάντιο] … Dictionary of Greek
χιονοσκέπαστος — η, ο, Ν χιονοσκεπασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + σκεπαστός (< σκεπάζω), πρβλ. ροδο σκέπαστος, συννεφο σκέπαστος. Η λ. μαρτυρείται από το 1808 στον Κυρ. Καπετανάκη] … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
σκεπαστά — σκεπαστά̱ , σκεπαστής shelterer masc nom/voc/acc dual σκεπαστής shelterer masc voc sg σκεπαστής shelterer masc nom sg (epic) σκεπαστός covered neut nom/voc/acc pl σκεπαστά̱ , σκεπαστός covered fem nom/voc/acc dual σκεπαστά̱ , σκεπαστός covered… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσοσκέπαστος — η, ο, Ν σκεπασμένος με χρυσοκέντητο κάλυμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + σκεπαστός (< σκεπάζω), πρβλ. ανθο σκέπαστος] … Dictionary of Greek