-
1 εὐ-ρυθμία
εὐ-ρυθμία, ἡ, das richtige Verhältniß, Ebenmaß, bes. im Takte, Wohlklang, εὐρυϑμίαις κοσμεῖν λόγον Isocr. 5, 27; πᾶς γὰρ ὁ βίος τοῦ ἀνϑρώπου εὐρυϑμίας δεῖται Plat. Prot. 326 b; neben εὐσχημοσύνη Rep. III, 400 d; κινεῖσϑαι μετά τινος εὐρυϑμίας Arist. mund. 6; also übh. schickliche Haltung, Anstand, ἐν τῷ πολεμεῖν Luc. salt. 8; auch ἰατροῦ, Plut. ad. et am. discr. 40, wie Hippocr.
-
2 ἀῤ-ῥυθμία
ἀῤ-ῥυθμία, ἡ, Mangel an Rhythmus, an Uebereinstimmung, καὶ ἀναρμοστία Plat. Rep. III, 401 a.
-
3 ὁμο-ρυθμία
ὁμο-ρυθμία, ἡ, Aehnlichkeit (?).
-
4 ἰδιοῤ-ῥυθμία
ἰδιοῤ-ῥυθμία, ἡ, eigenthümliche Lebensweise, Sp.
-
5 ευρυθμια
ἥ1) уравновешенность (элементов), слаженность, соразмерность, гармоничность(εὐσχημοσύνη καὴ εὐ. Plat.; ἐμμέλεια καὴ εὐ. Plut.)
2) размеренность, ритмичность(αἱ περὴ τέν λέξιν εὐρυθμίαι Isocr.)
μετ΄ εὐρυθμίας Arst. — размеренно, ритмично -
6 ἀῤῥυθμία
ἀῤ-ῥυθμία, Mangel an Rhythmus, an Übereinstimmung -
7 εὐρυθμία
εὐ-ρυθμία, ἡ, das richtige Verhältnis, Ebenmaß, bes. im Takte, Wohlklang; übh. schickliche Haltung, Anstand -
8 ἰδιοῤῥυθμία
ἰδιοῤ-ῥυθμία, ἡ, eigentümliche Lebensweise -
9 ὁμορυθμία
ὁμο-ρυθμία, ἡ, Ähnlichkeit
См. также в других словарях:
πολυρρυθμία — η, Ν μουσ. συνήχηση σε ένα έργο τελείως διαφορετικών ρυθμών, για τους οποίους ο ακροατής αντιλαμβάνεται αμέσως ότι δεν αποτελούν υποδιαίρεση ο ένας τού άλλου αλλά έχει ο καθένας άλλη μονάδα μέτρησης και άλλο μέτρο, που μάλιστα δεν συμπίπτουν στις … Dictionary of Greek