-
1 αλλοπαθεια
-
2 αντιπαθεια
(πᾰ) ἥ2) отвращение Plut. -
3 απαθεια
ἥ1) физ. отсутствие состояния, т.е. бескачественность (sc. τῆς ὕλης Arst.)2) отсутствие страданийδι΄ ἀπάθειαν Arst. — безболезненно
3) нечувствительность, невосприимчивость(Plat.; περί τι Arst.)
4) филос. бесстрастие, невозмутимость(ἐν ἡδοναῖς καὴ πόνοις Plut.; πάθη καὴ ἀπάθειαι Sext.)
-
4 απλοπαθεια
-
5 αυτοπαθεια
-
6 δυσπαθεια
(πᾰ) ἥ1) тяжелое страдание, безмерная скорбь(ἀεὴ μένειν ἐπὴ τῇ δυσπαθείᾳ Plut.)
2) нечувствительность(πρὸς τὰ ἔξω Plut.)
3) непроницаемость(θωράκων Plut.)
-
7 ευπαθεια
ἥ1) наслаждение, удовольствие; благополучие(ἐν εὐπαθείῃσι Her. и ἐν εὐπαθείαις εἶναι Plut.; πρὸς εὐπάθειαν ἰέναι Arst.)
3) (повышенная) чувствительность, впечатлительность Plut. -
8 ηδυπαθεια
-
9 κακοπαθεια
-
10 κενοπαθεια
-
11 μεγαλοπαθεια
-
12 μετριοπαθεια
-
13 ομοιοπαθεια
-
14 ομοπαθεια
-
15 πολυπαθεια
-
16 προπαθεια
-
17 προσπαθεια
-
18 συμπαθεια
(πᾰ) ἥ1) общность чувств, симпатия, сочувствие Arst., Polyb.2) филос. (у стоиков) духовная склонность, взаимное тяготение(τῆς διανοίας Plut.)
См. также в других словарях:
θεοπάθεια — θεοπάθεια, ἡ (AM) το να πάσχει, να υποφέρει ο θεός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πάθεια (< παθής < πάθος), πρβλ. ευ πάθεια, συμ πάθεια] … Dictionary of Greek
θρησκοπάθεια — η η θρησκομανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρήσκος + πάθεια (< παθής < θ. παθ πρβλ. έ παθ ον τού πάσχω*), πρβλ. α πάθεια, ευ πάθεια] … Dictionary of Greek
κενοπάθεια — κενοπάθεια, ἡ (Α) η ψευδής αίσθηση, το απατηλό, ψεύτικο αίσθημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) * + πάθεια (< παθής < πάσχω), πρβλ. κακο πάθεια, μετριο πάθεια] … Dictionary of Greek
νεκροπάθεια — η (Α νεκροπάθεια ή νεκροπαθεία) νεοελλ. παθολογική διάθεση στην οποία παρατηρείται διαδοχική νέκρωση όλων ή τών περισσότερων οστών τού σώματος αρχ. η νέκρωση τών παθών. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)* + πάθεια (< παθής < πάθος), πρβλ. μεγαλο πάθεια … Dictionary of Greek
φοβοπάθεια — η, Ν (ιατρ. ψυχ.) φοβία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φόβος + πάθεια (< παθής < πάθος), πρβλ. καρδιο πάθεια, νεφρο πάθεια] … Dictionary of Greek
αμφιβληστροειδοπάθεια — η Ιατρ. μη φλεγμονώδης, εκφυλιστική νόσος τού αμφιβληστροειδούς χιτώνα τού ματιού, υπό τη στενότερη έννοια, χρησιμοποιείται συχνά ως όρος που περιλαμβάνει κάθε πάθηση τού αμφιβληστροειδούς, χωρίς διάκριση από την αμφιβληστροειδίτιδα. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
ετεροπάθεια — η (Α ἑτεροπάθεια) νεοελλ. αλλοπάθεια, θεραπευτική αγωγή που συνίσταται στη χορήγηση φαρμάκων κατάλληλων να προκαλέσουν συμπτώματα αντίθετα από αυτά που επιδιώκουν να θεραπεύσουν αρχ. ο ερεθισμός από αντανάκλαση, αντανακλαστικός πόνος. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
μονοπάθεια — μονοπάθεια, ἡ (Α) ασθένεια που προσβάλλει ένα μόνο μέρος τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + πάθεια (< παθής < πάθος), πρβλ. δισκο πάθεια] … Dictionary of Greek
οδοντοπάθεια — η νόσος ή φθορά τών δοντιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + πάθεια (< παθής < πάθος), πρβλ. καρδιο πάθεια] … Dictionary of Greek
ορεσιπάθεια — η ιατρ. ειδική αδιαθεσία που γίνεται αισθητή κατά την ανάβαση σε όρη, οφείλεται στην ένδεια τού αέρα σε οξυγόνο και εκδηλώνεται με σημεία ανοξίας, όπως είναι ο ίλιγγος, η τάση λιποθυμίας, οι οπτικές και ακουστικές διαταραχές και η δυσανάλογη… … Dictionary of Greek
προπάθεια — ἡ, ΜΑ το αρχικό στάδιο μιας παρόρμησης τής ψυχής αρχ. 1. προαίσθηση για κάτι 2. προκαταρκτικό σύμπτωμα νόσου. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πάθεια (< παθής < πάθος), πρβλ. συμ πάθεια] … Dictionary of Greek