-
1 πλατυ-πρός-ωπος
πλατυ-πρός-ωπος, mit breitem Angesicht, Ael. H. A. 15, 26.
-
2 πολυ-πρός-ωπος
πολυ-πρός-ωπος, mit vielen Gesichtern, vielgestaltig, so nannte Lycophr. trag. den Himmel, Arist. rhet. 3, 3; – von der Tragödie oder Comödie, mit vielen Masken, vielen darin auftretenden Personen, δρᾶμα, Luc. Nigr. 20 salt. 46.
-
3 στρογγυλο-πρός-ωπος
στρογγυλο-πρός-ωπος, mit rundem Gesichte, Arist. H. A. 1, 6 physiogn. 3.
-
4 σκληρο-πρός-ωπος
σκληρο-πρός-ωπος, mit hartem Gesichte, Sp.
-
5 σοβαρο-πρός-ωπος
σοβαρο-πρός-ωπος, mit stolzem, vornehmem Gesichte, Sp.
-
6 σῑμο-πρός-ωπος
σῑμο-πρός-ωπος, mit stumpfnasigem Angesicht, Plat. Phaedr. 253 e.
-
7 τρι-πρός-ωπος
τρι-πρός-ωπος, 1) mit drei Angesichtern, Ἑκάτη, Ath. VI, 325 d. – 2) von drei Personen, Sp.
-
8 τραγο-πρός-ωπος
τραγο-πρός-ωπος, mit einem Bocksgesicht, Sp.
-
9 ταυρο-πρός-ωπος
ταυρο-πρός-ωπος, mit Stierangesicht, Schol. Ap. Rh. 2, 168.
-
10 τετρα-πρός-ωπος
τετρα-πρός-ωπος, mit vier Gesichtern, Plut. u. a. Sp.
-
11 χαλκο-πρός-ωπος
χαλκο-πρός-ωπος, mit ehernem, eisernem Gesicht, unverschämt, Sp.
-
12 κρῑο-πρός-ωπος
κρῑο-πρός-ωπος, mit einem Widdergesicht; τὤγαλμα τοῦ Διός Her. 2, 42. 4, 181; Luc. sacrif. 14 astrol. 8.
-
13 κυνο-πρός-ωπος
κυνο-πρός-ωπος, mit einem Hundsangesicht; Luc. D. Mar. 7, 2 Iup. Trag. 9; ἄνϑρωποι, sonst κυνοκέφαλοι, Ael. H. A. 10, 25.
-
14 κακο-πρός-ωπος
κακο-πρός-ωπος, mit häßlichem Angesicht, Posidipp. in B. A. 104, 19.
-
15 καλο-πρός-ωπος
καλο-πρός-ωπος, mit schönem Antlitz, Schol. Il. 1, 310.
-
16 καλλι-πρός-ωπος
καλλι-πρός-ωπος, mit schönem Angesicht, Philox. bei Ath. XIII, 564 e.
-
17 εὐ-πρός-ωπος
εὐ-πρός-ωπος, mit schönem Angesicht, μειράκιον Ar. Plut. 976, öfter; Plat. Charm. 154 d u. A.; mit heiterem Gesicht, Soph. Ai. 488. Uebertr., οὐκ εὐπροςώποις φροιμίοις ἄρχει λόγου Eur. Phoen. 1336; ὑπεκρίναντο οὕτω εὐπρόςωπα, so Scheinbares, so schöne Worte, wie λόγοι Dem. 18, 149; Sp. Vgl. εὐπρεπής. – Adv. εὐπροςώπως, Sp., wie Aristaen. 1, 9.
-
18 κᾱραβο-πρός-ωπος
κᾱραβο-πρός-ωπος, mit einem Käfer- oder Meerkrabbengesicht, Luc. V. H. 1, 35.
-
19 δυς-πρός-ωπος
δυς-πρός-ωπος, von widrigem Ansehen; Soph. O. C. 287 mit der v. l. δυςπρόςοπτος; εἴδη Plut. Mar. 15; ὄμματα τὰ σκυϑρωπὰ καὶ δύςμορφα B. A. 35.
-
20 μικρο-πρός-ωπος
μικρο-πρός-ωπος, mit kleinem Angesicht, Arist. physiogn. 3 (808 a 30).
См. также в других словарях:
άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… … Dictionary of Greek
όπωπα — ὄπωπα (Α) παρακμ. β τού ορώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο μέλλ. τού ρήματος ὁρῶ, άω*, ὄψομαι, όπως και ο παθ. αόρ. ὤφθην, ο παθ. παρακμ. β ὦμμαι και ο ενεργ. παρακμ. β ὄπωπα (με αττικό αναδιπλασιασμό, πρβλ. ὄλωλα), ανάγονται σε ΙΕ ρίζα *okw (< *ә3ekw ) «βλέπω»… … Dictionary of Greek
οπή — η (ΑΜ ὀπή, Α δωρ. τ. ὀπά) άνοιγμα ή κοίλη εσοχή σε κάποιο σώμα, τρύπα νεοελλ. 1. (ηλεκτρον.) θετικά φορτισμένη περιοχή στη ζώνη σθένους ενός ατόμου, η οποία δημιουργείται κατά τη μετακίνηση ενός ηλεκτρονίου από τη ζώνη σθένους προς τη ζώνη… … Dictionary of Greek
μορμορωπός — μορμορωπός, όν (Α) φοβερός ως προς την όψη, άγριος, τερατώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόρμορος + ωπός (< ὤψ, ὠπός «όψη»), πρβλ. αγρι ωπός] … Dictionary of Greek
πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα … Dictionary of Greek
μέτωπο — (Ανατ.). Το μεταξύ των δύο κροτάφων, του τριχωτού της κεφαλής και των φρυδιών ανώτερο μέρος του προσώπου του ανθρώπου, καθώς και το πάνω εμπρός μέρος της κεφαλής των ζώων. μετωπιαίο οστό. Οστό, στο πρόσθιο μέρος του κρανίου, που σχηματίζει το… … Dictionary of Greek
κοκκινωπός — ή, ό αυτός που το χρώμα του κλίνει προς το κόκκινο, υπέρυθρος, ερυθρωπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκινος + ωπός (< ὤψ, ὠπός «όψη»)] … Dictionary of Greek
κουνούπι — Κοινή ονομασία δίπτερων εντόμων της οικογένειας culicidae, της υπόταξης των νηματοκέρων. Τα κ. έχουν λεπτό σώμα, που ανάλογα με το είδος μπορεί να ποικίλλει σε μήκος από 3 έως 15 χιλιοστά, και το οποίο φέρει μακριά πόδια. Το μικρό κεφάλι τους… … Dictionary of Greek
παρωπία — η, Α 1. η κόχη τού ματιού προς τα πλάγια, προς το αφτί 2. η παρωπίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ωπία (< ωπός < ὄπωπα*), πρβλ. οξυ ωπία] … Dictionary of Greek
άνδρας — και άντρας, ο (Α ἀνήρ) 1. αρσενικός άνθρωπος (σ’ αντίθεση με τη γυναίκα) 2. ομόκλινος, σύζυγος 3. ανδρείος, γενναίος, παληκάρι 4. αυτός που μπήκε στην αντρική ηλικία, ενήλικος, ώριμος 5. στρατιώτης, οπλίτης 6. φρ. «κατ’ ἄνδρα», ένας ένας με τη… … Dictionary of Greek
αιγίλωψ — (aegilops). Επιστημονική ονομασία γένους μονοετών ποωδών φυτών της οικογένειας των αγρωστωδών. Είναι χρήσιμα φυτά, γιατί αποτελούν ζωοτροφή. Από τα 15 είδη του γένους τα 9 ανήκουν στην ελληνική χλωρίδα. Τα κυριότερα από τα ελληνικά είδη είναι ο α … Dictionary of Greek