-
41 δυςπαραποίητος
-
42 ἐκποίητος
ἐκ-ποίητος, παῖς, ein Kind, das man einen andern hat adoptieren lassen, εἰς τὸν οἶκόν τινος, in die Familie eines andern aufgenommen -
43 εὖεκποίητος
-
44 εὐμεταποίητος
-
45 εὐποίητος
εὐ-ποίητος, wohl gemacht, schön gearbeitet -
46 ἡμιποίητος
-
47 θεοποίητος
-
48 ίπποποίητος
ίππο-ποίητος, κήρ, durch ein Pferd bewirkt -
49 κισσοποίητος
-
50 νεοποίητος
νεο-ποίητος, neu gemacht, erneut -
51 νεφοποίητος
-
52 προςποιητός
προς-ποιητός, angenommen, erheuchelt, nachgeahmt; υἱός, ein angenommener, adoptierter Sohn -
53 υἱοποίητος
-
54 ὑποποίητος
ὑπο-ποίητος, angemaßt, angenommen od. erheuchelt -
55 χειροποίητος
χειρο-ποίητος, durch Menschenhände gemacht, künstlich
См. также в других словарях:
ποιητός — made masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιητός — ή, όν,ΜΑ [ποιώ] 1. αυτός που μπορεί να ποιηθεί, που μπορεί να κατασκευαστεί 2. αυτός που έχει δημιουργηθεί από τον θεό, σε αντιδιαστολή με τον ίδιο τον θεό που είναι άναρχος αρχ. 1. κατασκευασμένος («σάκεος πύκα ποιητοῑο», Ομ. Ιλ.) 2. προσποιητός … Dictionary of Greek
ποιητόν — ποιητός made masc acc sg ποιητός made neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιητοῖο — ποιητός made masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιητοῖς — ποιητός made masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιητοῖσι — ποιητός made masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιητοῖσιν — ποιητός made masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιητοί — ποιητός made masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιητούς — ποιητός made masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιητῆς — ποιητός made fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιητή — ποιητός made fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)