-
1 πλόϊμος
-
2 εὐ-πλόϊμος
εὐ-πλόϊμος, glücklich schiffend, Hesych; ἅλς, gut zu befahren, Archil. 55, Conj. für εὐπλόκαμος.
-
3 πλώϊμος
πλώϊμος, auch πλόϊμος, 2 Endgn, tauglich zur Schifffahrt; vom Schiffe, tauglich zur Fahrt, die Fahrt aushaltend, τριήρεις πλώϊμοι, Thuc. 2, 13; ζεύξαντες τὰς παλαιάς, ὥςτε πλωΐμους εἶναι, 1, 29; τριήρεις πλοΐμους καὶ ἐντελεῖς, Aesch. 2, 175; Dem. 56, 23 (Bekker πλόϊμος), wie ih. 40, ἐπεσκευάσϑη καὶ πλόϊμος ἐγένετο; – vom Meere, καταστάντος τοῠ Μίνω ναυτικοῠ πλωϊμώτερα ἐγίγνετο, Thuc. 1, 8; ποταμός, Plut. Sull. 20; βάϑος, Pomp. 78; u. vom Winde, der Schifffahrt günstig, πλωΐμων γενομένων, D. Hal. 2, 64, als die Schifffahrt wieder durch gute Winde eröffnet wurde. u. allgemeiner, ἤδη πλωϊμωτέρων ὄντων, Thuc. 1, 7, als die Umstände für die Schifffahrt günstiger geworden, in beiden Stellen als neutr. zu fassen; vgl. τὰ πλώϊμα τῆς ὥρας μηδέπω ἐστίν, Heliod. 5, 21. – Vom Holze Plut. Symp. 5, 3, 1, τῶν ξύλων παρέχει τὰ πλοϊμώτατα.
-
4 εὐπλόϊμος
εὐ-πλόϊμος, glücklich schiffend; ἅλς, gut zu befahren
См. также в других словарях:
πλόιμος — πλόϊμος , πλώιμος fit for sailing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλόιμος — η, ο / πλόϊμος, ον, ΝΜΑ, και πλώιμος / πλώϊμος, ΝΑ [πλόος/πλους] νεοελλ. αυτός που είναι κατάλληλος ή ευνοϊκός για ταξίδι με πλοίο νεοελλ. αρχ. (για ποτάμι) αυτός που μπορεί να τόν διαπλεύσει κανείς με πλοίο, πλωτός μσν. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek
πλοίμως — πλόιμος adverbial πλόιμος masc/fem acc pl (doric) πλοΐμως , πλώιμος fit for sailing adverbial πλοΐμως , πλώιμος fit for sailing masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλοιμότερος — πλόιμος masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλοίμοις — πλόιμος masc/fem/neut dat pl πλοΐμοις , πλώιμος fit for sailing masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλοίμου — πλόιμος masc/fem/neut gen sg πλοΐμου , πλώιμος fit for sailing masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλοίμους — πλόιμος masc/fem acc pl πλοΐμους , πλώιμος fit for sailing masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλοίμων — πλόιμος masc/fem/neut gen pl πλοΐμων , πλώιμος fit for sailing masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλοίμῳ — πλόιμος masc/fem/neut dat sg πλοΐμῳ , πλώιμος fit for sailing masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ιμος — κατάλ. επιθέτων τής Ελληνικής, επαυξημένη μορφή τής κατάλ. μος που σχηματίστηκε με απόσπαση τού ι , από το α σύνθ. λέξεων (λ. χ. κυδι άνειρα > κύδ ιμος). Στη συνέχεια η κατάλ. επεκτάθηκε αναλογικά και σχημάτισε επίθετα σε ιμος, κατά κανόνα,… … Dictionary of Greek
πλοϊμότητα — η, Ν [πλόιμος] η ιδιότητα τού πλόιμου, το να είναι κανείς ή κάτι κατάλληλο για πλεύση … Dictionary of Greek