-
1 ευπεριχυτος
См. также в других словарях:
περιχυτός — ή, ό, Ν [περιχύνω] καταβρεγμένος, διαποτισμένος σε όλη του την επιφάνεια … Dictionary of Greek
φωτοπερίχυτος — η, ο, Ν φωτόλουστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + περιχυτός (πρβλ. ροδο περίχυτος). Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στο ημερολόγιο Ποικίλη Στοά] … Dictionary of Greek